Το να περνάς ποτζεί ενεν κάτι που γίνεται ασυναίσθητα. Εν μπορείς σαν περπατάς τζαι φλανάρεις μεστην πόλη να φτάσεις στο χάνιν ας πούμε ή στο παζάρι. Κάποιος ένα σε σταματήσει, εν θα είσαι ροή πιον ένα σου βάλει ανάχωμα να μεν τζυλάς τζαι να πηαίνεις. Περίπου όπως συμβαίνει τζαι με το νησί, άμαν φτάνεις στο θαλάσσιο σύνορο. Τζιαμέ μπροστά σου εν η θάλασσα. Δαμέ εν εν η θάλασσα. Αλλά μοιάζει. «Κατέβα που τα νερά δαμέ εν χέρσο το σύνορο σου τζαι πρέπει να σταματήσεις. Δείξε τα χαρκιά σου. Εν σοβαρή υπόθεση». «Τζαι ποιος σου είπεν ότι το να περιφέρουμαι μεστην πόλην ενεν σοβαρή υπόθεση». «Περνούμεν ποτζεί τωρά». Ο ένας γελά, ο άλλος μιτσοκαμμεί σου οι τουρίστες ψουψουρίζουν, εσύ τρώεις γλειφιτζούρι γεύση φράουλα τζαι η γλώσσα σου εν κότσινη. «Την πρώτη φορά που επεράσαμεν, εστέκετουν μου έναν αγκονάρι στο λαιμό». Θυμούμαι τη θεία μου τη Βάσω, που μας τα ελάλεν. Τζαι τζείνης η γλώσσα της ηταν κότσινη που το τριαντάφυλλον. Έτρωε μαχαλλεπί. «Ήταν σαν να επήαινα θκυο φορές κάπου που έπρεπε να πάω μόνον μιαν. Σαν να πρεπε να μετροφυλλήσω τα άλπουμ των γονιών μου ή να κλάψω για κάτι που έκλαψα μια ζωήν πρωτύττερα». Εστάθηκε μου εμένα το αγκονάρι. Το να περνώ το σύνορο κάμνει με να το εμπεδώνω; οξά στο τέλος κάμνω το μηχανικά τζαι χάνεται. Ένα σύνορο χάνει τη δύναμη του αν το θκιαβαίνεις; Εν σύνορο πιον; Ο άλεφ σιεραιτά. Χωρίζει μας μισό μέτρον απόσταση, διά μου το σιέρι της πέφτει μου η πέννα τζαι κουτουλλώ πάνω του. H γραμμή έσσισε τη γην, ένα σιέρι κάποιου άντρα εβάσταν μια πέναν κάποτε σαν τούτην που μου έπεσε, τζαι έσσιζεν ένα χάρτη. πάνω είσιε το σχήμα της χώρας, η χώρα ήταν γένους θηλυκού, τζαι έτσι το έναν έγινεν θκυο τζαι το χαμένον ονομάστηκεν αδιανόητο τζαι ούλλα ήταν σύμφωνα ως τοτε με το σύστημα της γραμματικής μας. Τα όρια της χώρας ήταν τζαι τα όρια της γλώσσας. Έκαμνες βόλτα την κυριακήν ας πούμε στη λήδρας, τζαι έφτανες πάντα ως τζιαμε. Επερπατας τζαι καποιος ελαλε σου «ετο, ως δαμε πάεις. Άμα θέλεις μπορείς να φακκάς πάστες βαρέλες αλλά εν το συνιστώ».
Έτσι η ζωή σου έπαιρνεν έναν σχήμαν ιδιάζον. όπως μιαν αχνα που παει να γινει λεξη αμμα στο τελος ενι φκαλλεις αχναν. σαν να μιλας τζαι να σου λειπει το στόμα. Οι χειρονομίες σου εμεινισκαν ως τζιαμε, οι λέξεις σου εφτάναν ως τζιαμέ, επεριμέναν καθοδήγηση που το κέντρο φερειπείν γιατί ήσουν «ελάσσονα περίπτωση», κάποιος άλλος εφρόντιζε για λόου σου, για τα συμφέροντα σου ή για την εκπροσώπησή σου. Εν ήταν απαραίτητο να μιλήσεις. «Α έτο, εφτάσαμεν κλωστε τωρα τζαι παμε πισω. Ο καττος ρε λαμπρη αδε τον κάττον! να σου γορασω παμπατζιν; παγωτο που τον ηρακλη θελεις; ατε τζαι παμεν έσσω ετελειωσεν η βολτα μας» «πιο κατω;» «εν εσιει πιο κατω, ως δαμέ παμεν». Εμείνισκες ακινητος ώρες πολλές. Ύστερα οι κινησεις σου εγινουνταν κοφτές, αμίλητες, εφκαίνασιν με ψουψουρίσματα, κάποτε μέναν τόνον ηττοπάθειας στη φωνή. Ο πόλεμος είσιε σε πάρει πίσω στα παιδικά σου. «Ήταν σαν να χασα ξανά τη μάνα μου». όπως που σαι μωρόν τζαι φέφκεις που την αγκαλιά της μάνας σου τζαι μπαινεις εις τον κόσμον τζαι ο κόσμος μπαίνει μέσα σου τζαι γυρώ σου εν εσιει πολλά να σου την αθυμίζουν, μονον το σώμα της χώρας τα δέντρα το χώμα τζαι τα νερά. Έζησες τον αποχωρισμό θκυο φορές τζαι η γραμμή αθύμιζε σου τον. Το ίδιο τζαι οι φωτογραφίες των τετραδίων του σχολείου. Η ιστορία εθύμιζε λιο την υπόθεση με τον πατρικό νόμο. ήταν η πατριαρχία στα καλύττερα της. Το πηγάδι της, οπως εξεκινησε που τα αίματα, τον εκτοπισμό, τον αποκλεισμό τζαι την απαγόρευση. «Μια γραμμή έσσισεν ένα χάρτην στα θκυο». «Είμαι σε καθεστώς κηδεμονίας». «Έπεσεν μου η πένα, έμπορω να γράψω». «Απαγορεύεται να πάεις ποτζεί». Απαγορεύεται μισή ζωή, η μισή ζωή εν το αδιανόητο. «εν μη αναγνωρισμένη οντότητα». «Εν υπάρχω υπάρχω αλλά εν υπάρχω». Εν θα ζήσεις που δαμέ τζαι τζει. ως δαμέ εν η ζωή. Εν χρειάζεται να το σκεφτείς το πάρατζει, εν μπορείς να το σκεφτείς, ως δαμέ πάεις.
«Το 2003 που άνοιξε λιον η πορτα τζαι επιτρεπετουν η διάβαση τζαι άρχισεν η ροή ξανά, ο άλλος απόχτησεν όνομα, έκαμα τον πρόσωπο έτζεισα τον είσιεν μεγάλα μάθκια τα σιείλη του ήταν κότσινα τζαι τα δάχτυλα του πασιά, έδειχνε μου μια φωτογραφία με άλλους γνωστούς μου, εμαείρεφκε πατάτες στο φούρνο τζαι έκοφκε σαλάταν. είπε μου να κάτσω, έφυα, εξαναπήα. Πάω τωρά κάποτε ψουμνίζω μαλλιά». Περνώ κάθε φορά που τζειντον ελεγχο ενεν εγγραψιμον όμως το σώμα μου πιον, ηρτεν το γυρι μου να γραψω. Τα ποθκια μου εκλωτσήσαν, εκλώτσησεν τζαι η τζοιλιά μου για να φκάλω άχναν όπως κλωτσά τζι η πιο μιτσιά σπιθαμή ζωής άμαν της επιβάλεις έναν νόμο. Τζι ας μεν φαίνεται ακόμα. Άρχισα να μιλώ με τον άλλο, τζαι να σιεραιτώ τα νερά. Κόσμος πάει κόσμος έρκεται. Ο πόλεμος ετέλειωσεν. «η ιστορία της κύπρου εν ήταν η ιστορία των θκυο. ποττέ ενεν θκυο στην ιστορίαν, εν τρεις τζαι βάλε». η ζωή εν χωρεί μεστο σύστημα της γραμματικής μας. ούτε τη γραμμήν επιτελώ την πιον, η ιστορία που μου εμάθαν ήταν γνώριμη, οικεία, που τα παιδικά μου, αλλά εν εισιε σχέση με τη ζωή μου. η γραμμή ένεν η γραμματική μου.