άτιτλο I
Στην προηγούμενη μετακόμιση είχε αφήσει την κούκλα - αιώνια κακοποιημένο σύμβολο - να χάσκει στ’ ανοιχτό παράθυρο. Θυμόταν το βγαλμένο της μάτι το κομμένο της χέρι το κρεμμασμένο της κεφάλι
Μα δε θυμόταν τον τρόπο να την κάνει να σκάσει κάτι ρημαγμένα βράδια που την ικέτευε κλαψουρίζοντας με φωνή μικρού παιδιού να σταθεί μπρος στον καθρέφτη και να κοιτάξει βαθιά το πρόσωπο του δικού της δολοφόνου
τηλεγράφημα
οι μέρες γίνονται πιο εύκολες – αποφεύγω τις λεπτομέρειες όλα έμειναν ίδια όπως τα άφησες, διατηρώ τις ίδιες συνήθειες να, μόνο που τη νύχτα σηκώνομαι με το πρόσχημα να πιω νερό και μέχρι το πρωί γυρεύω μ’ ένα κουζινομάχαιρο να ξεκολλήσω από το πρόσωπό μου το χαμόγελο οι χαρακιές μ’ έχουν ελαφρώς αλλοιώσει μα το χαμόγελο μακά(β)ριο Σε φιλώ
νυχτερινό
στεκόταν σκυμμένος κι οι άνθρωποι περνούσαν και έκανε πως δεν τους έβλεπε κι εκείνοι δεν τον έβλεπαν
ζητούσε συγγνώμη γι’ αόρατα χτυπήματα -από νωρίς του είχαν μάθει να σκύβει το κεφάλι- κι ήθελε τόσο να ουρλιάξει μα ο ίδιος ήχος στεκόταν νικητής πάνω απ’ το κεφάλι του υποκλίνονταν οι σιωπές του
τώρα τις νύχτες μόνο βγαίνει βάζει φωτιά στο σώμα του ελπίζοντας να γεννηθεί ξανά -στιγμή που θα διδαχθεί τη συγχώρεση- με τη σοβαρότητα που πρέπει χωρίς κλάματα
άτιτλο II
Στέκομαι μπροστά στον καθρέφτη και με απολογίζω είμαι όλη σημεία το δεξί μου στήθος κρέμμασε από τη σημασία είμαι όλη μια γλώσσα τον αριστερό μου μηρό τον φάγαν οι θρομβώσεις είμαι μια γλώσσα ομιλούσα το στομάχι μου αδηφάγο (τη βοηθάει να ξερνά) ακούω τη φωνή μα σε προτιμώ νεκρή. Έτσι, θα σ’ έχω για πάντα δικιά μου