Περί νοικοκυροσύνης


Καθώς τραβάμε εμπρός, εμπρός στην ομορφιά της μέρας

χιλιάδες σκοτεινές κουζίνες, χιλιάδες μαύρες φάμπρικες

γεμίζουν ξάφνου με του ήλιου τη λαμπράδα

γιατί ο κόσμος μας ακούει να τραγουδάμε

«Ψωμί και Τριαντάφυλλα, Ψωμί και Τριαντάφυλλα»

Τζέιμς Οπενχάιμ

Το σπίτι της νοικοκυράς, αποτελεί στις περισσότερες περιπτώσεις προίκα του πατέρα της νύφης για τον γάμο. Το σπίτι αυτό, λόγω του ότι αποκτήθηκε πριν από τον γάμο, ανήκει αποκλειστικά στη σύζυγο, στη μάνα, και δεν αποτελεί κοινή ιδιοκτησία του ζευγαριού. Δεν το διάλεξαν μαζί, δεν μόχθησαν μαζί για την απόκτησή του, τις πιο πολλές φορές δεν είναι καν στη γειτονιά που θα ήθελαν να ζήσουν. Είναι δοσμένο έξωθεν όπως δοσμένη έξωθεν είναι και η ως αποτέλεσμα της γυναικείας φύσης νοικοκυροσύνη που θα ακολουθήσει την απόκτηση του σπιτιού.

Περιοριζόμενη η γυναίκα στον οίκο μετατρέπεται σε δούλα και κυρά αυτού και μόνον αυτού. Μπορεί να παρουσιαστεί ως πυργοδέσποινα και στη συνέχεια να μετατραπεί σε εκθρονισμένη δούλα.

Ο κοινωνικός και πολιτικός λόγο δεν την αφορούν. Αυτή ξέρει να στρώνει καλά, όπως πρέπει, το κρεβάτι που θα ξεκουραστεί εκείνος που επιστρέφει απ’ έξω. Εκείνος που έχει τη δύναμη και τη γνώση να ασχολείται με τα κοινά. Είναι στη φύση του. Πάντα έτσι ήταν.

Η αντίδραση, η σύγκρουση, η προσπάθεια διαμόρφωσης μιας νέας κοινωνικής πραγματικότητας δεν την αφορούν. Αυτή ξέρει καλά να υπομένει πιστεύοντας στη μετά θάνατον ζωή και στο δίκαιο του πατέρα Θεού.

Πολλές φορές ασφυκτιά, θυμώνει, αδυνατεί να εκπληρώσει στην τελειότητα τις οικιακές δουλειές. Νιώθει ενοχή. Η μάνα της ποτέ δεν ασφυκτιούσε, ούτε η πεθερά της.

Ο καναπές με τα μαξιλαράκια παραμένει άθικτος, σαν να εκτίθεται σε μουσείο. Οι ξένοι της θα καθίσουν παστρικά, βιαστικά και θα φύγουν. Κάθε φορά εκείνη τους υποδέχεται, κάθε φορά εκείνη τους αποχαιρετά.

Τα ασημικά καλογυαλισμένα, όλο λαμπράδα, να τα δουν οι ξένοι να θαμπωθούν. Δεν θα τα βγάλει ποτέ από τη βιτρίνα για να χρησιμοποιηθούν από τους δικούς της αγαπημένους ανθρώπους.

Επαναλαμβάνει στερεοτυπικά, σχεδόν αυτόματα τις κινήσεις που επιβεβαιώνουν τη γυναικεία της φύση. Καταγράφονται στο σώμα της. Πλένει, καθαρίζει μαγειρεύει, συμμαζεύει τους τέσσερις τοίχους και την αυλή ολημερίς και ολονυχτίς αν χρειαστεί. Προέκταση της η λεκάνη, η κατσαρόλα, η «κουτάλα», το απορρυπαντικό, το εργόχειρο.

Μήπως όμως τα παράθυρα δεν χρησιμεύουν μόνο για το κρέμασμα των κουρτινών. Δεν αναρωτιέται, δεν προλαβαίνει να αναρωτηθεί. Μήπως η σχισμή της πόρτας επιτρέπει στη μυρωδιά του γιασεμιού να την συναντήσει και να της θυμίσει όσα προσπαθεί να ξεχάσει… Δεν προλαβαίνει να θυμηθεί, ίσως πιο μετά.

Πόσο λερωμένα είναι πια όλα γύρω της, γύρω της και μέσα της… κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως… θα ήταν συνετό να μην προσκυνήσει τα εικονίσματα ή να μεταλάβει σώμα και αίμα Χριστού… δεν θα είναι ποτέ απόλυτα καθαρή… αγνή, αμόλυντη… παρά μόνο μετά την εμμηνόπαυση, όσο κι αν καθαρίζει… Τί να ψάχνει πίσω από τα ράφια, μέσα στη ντουλάπα, κάτω από το χαλί. Πόσοι λεκέδες μαζεύτηκαν και την εμποδίζουν να βρει αυτό που έχασε. Που να βρίσκεται το μαντήλι που της έπεσε τη μέρα που αντάλλαξε τα φτερά της νεράιδας και την ουρά της γοργόνας με τα μουλιασμένα δάκτυλα της νοικοκυράς και της Άγιας μητέρας. Τη μέρα που έπαυσε να υμνείται ο ερωτισμός της.

Εκούσια κλειτοριδεκτομή. Δεν ερωτοτροπεί πια με τον Ποσειδώνα, δεν χορεύει σε ξέφωτα. Η Αταλάντη κουράστηκε να παραβγαίνει με τους άνδρες δρομείς. Η Σεχραζάτ στέρεψε από ιστορίες και πήρε στον λαιμό της όλες τις γυναίκες του βασιλείου. Δεν σαγηνεύει τον άνδρα της, δεν της φαίνεται σαγηνευτικός. Δεν προλαβαίνει τις δουλειές και άμα έχει χρόνο προτιμά να τον περνά με τον γιο παρά με τον πατέρα…

Νοικοκυρά. Κυρά του οίκου. Ποτέ της σύναξης, της αγοράς, της σκηνής, της πολιτείας, του κόσμου. Οι καιροί όμως αλλάζουν..Η πορεία για «ψωμί και τριαντάφυλλα» ξεκίνησε αλλά εκείνη δεν προλαβαίνει. Οι πρώτες αστραπές πέφτουν στον ουρανό και στη θέα τους σκέφτεται πως πρέπει να μαζέψει γρήγορα τα ρούχα. Η αναμέτρηση με το άπειρο αναβάλλεται…

Κι όμως…

Ερχόμενη η γυναίκα αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι η νοικοκυροσύνη ή μη, είναι δυνατό να αποτελεί επιλογή της, επιλογή της έκφρασης στοργής και τρυφερότητας, και όχι δοσμένη φύση της, έρχεται αντιμέτωπη με την ευθύνη και την απελευθέρωση που συνοδεύουν αυτή την επιλογή.

Το τίμημα που καλείται να πληρώσει όποιος δρα έξω από το αναμενόμενο, το «νορμάλ», το «φυσικό» είναι μεγάλο. Δεν είναι όμως μεγαλύτερο ή πιο επώδυνο από το τίμημα της υποτέλειας που συνοδεύει την ασυνείδητη «επειδή έτσι πρέπει» απόφαση ταύτισης με το δοσμένο, το φορεμένο έξωθεν πεπρωμένο.