Μια εποχή στο σύνορο


«Κάμνοντας δουλειές»: Εμπειρικές τζιαι θεωρητικές περιπλανήσεις

Όταν εστράφηκα στην Κύπρο μετά τις σπουδές μου εγυρεφκούμασταν με διάφορους φίλους να έβρουμε έναν χώρο να μεινίσκουμε. Λλίο τζιαιρό πριν είσιεν περάσει η περιβόητη νομοθεσία για τους «εκ μητρογονίας πρόσφυγες», πράμα που εσήμαινε ότι εμπορούσα – αν ακολουθούσα τις σωστές διαδικασίες- να γίνω τζιαι με τη βούλα πρόσφυγας. Είχα φύει ως μη-πρόσφυγας που την Κύπρο τζιαι με την επιστροφή στα πάτρια εδάφη εκάμαν με τζιαι πρόσφυγα. Εθύμησε μου μιαν κουβέντα του Αλτουσέρ που εξηγεί πώς το Κράτος «επιστρατεύει» υποκείμενα ή αλλιώς «μετατρέπει» τα άτομα σε υποκείμενα βάσει «χρήσιμων ιδεολογικών κατηγοριών».[1] Ας πούμε δηλαδή ότι η αναπαραγωγή της ταυτότητας του πρόσφυγα στην Κυπριακή Δημοκρατία, 44 χρόνια μετά το κακό με τη θάλασσα της Κερύνειας, είναι ζωτικής σημασίας για την ύπαρξή της. Εν επίσης γνωστό μεταξύ στρουκτουραλιστικών κυκλωμάτων στην Ανθρωπολογία ότι ως άτομα είμαστε, ένα περίπου, προϊόν (σκοτεινών και φωτεινών) σχέσεων εξουσίας που ενσαρκώνονται, μεταξύ άλλων, στους μηχανισμούς που παρέχουν οικονομική και άλλη στήριξη στους πολίτες.[2] Δώκε βάση στο «οικονομική», γιατί εν που τζιαμέ που επήγαζε τζιαι η αγωνία μου να πάω αμάν-αμάν να γραφτώ στους προσφυγικούς καταλόγους τζιαι να φκάλω τζιαι την περιβόητη Προσφυγική Ταυτότητα. Είχαμε πει με έναν φίλο, επίσης ξεριζωμένο, να ενοικιάζαμε κανένα φτηνό τουρκοκυπριακό σπίτι (που εν είσιεν ππέσει ακόμα), αφού εδιούσε μας τέτοιο δικαίωμα ο τότε Κηδεμόνας (των περιουσιών) Σωκράτης Χάσικος. Γι’ αυτό εθέλαμε τζιαι την ταυτότητα.

Για να κάμουμε την αίτηση για το τουρκοκυπριακό είπαν μας ότι έπρεπε να πάρουμε μια σειρά που έγγραφα, για να διασφαλιστεί το «δίκαιο της διαδικασίας»: την προσφυγική ταυτότητα την όποια εφκάλαμε στο άψε-σβήσε επί τόπου, κάτι περιουσιακά που εν εκατάλαβα τζιαι δήλωση εισοδήματος που για μας εσήμαινε βασικά εγγραφή στον κατάλογο των ανέργων. Και πρόσφυγες και άνεργοι οι νεαροί. Τούτη ούλλη η διαδικασία με τα έγγραφα τζιαι ξέρω γω κατανοείται που τα ίδια ακαδημαϊκά κυκλώματα ως «η επιστήμη του Κράτους»[3], που «εγκαθιδρύει το πλέγμα γνώσης-εξουσίας, το οποίο επεξεργάζεται και καθιστά τα άτομα ως διαχειρίσιμα υποκείμενά του».[4]

Ως εκ τούτων, εβρέθηκα μετά που σύντομο χρονικό διάστημα (2 μέρες) να κάθουμαι στο λόμπι του ανεργιακού τζιαμέ στη Λάρνακος. Επειδή θέλω να παίζω τζιαι τον προνοητικό, έπιασά τους τζιαι ένα τηλέφωνο πριν τζιαι ερώτησά τους ίντα χαρκιά εθέλασιν. Ταυτότητα, απολυτήριο σχολείου, απολυτήριο στρατού, απολυτήριο πανεπιστημίου. Ήταν ούλλα έτοιμα τζιαι καθισμένα στη θέση δίπλα μου. Εκτός το απολυτήριο πανεπιστημίου, το οποίο φυσικά εννά έπρεπε να πάω να μεταφράσω πρώτα. Αντί να βουρώ στο Ππι Άι Όου, είπα να γραφτώ χωρίς δίπλωμα ανώτατης εκπαίδευσης, αφού, ούτως ή άλλως, απλά ήθελα το χαρτί να το πάρω του Έπαρχου. Μετά έμαθα με δέος ότι εδιέτρεχα τον σοβαρότατο κίνδυνο να μου εξεύρουν απασχόληση κατώτερη των ικανοτήτων και προσόντων μου. Όπως εκάθουμουν τζιαμέ επέτυχα τζιαι μιαν συμμαθήτριά μου που το δημοτικό -έτσι να βρέθεται- τόσο για να διασφαλιστεί όσο και να αναπαραχθεί η αβολοσύνη που διέπει τα λόμπι κρατικών υπηρεσιών.

Ήρτε η σείρα μου τζιαι έκατσα περήφανος πολίτης μπροστά που την κυρία τζιαμέ στο γραφείο. Άμαν με ερώτησε αν έφκαλα πανεπιστήμιο, απάντησα της ολόισια πως ναι. Μαλακία. Λαλεί μου πως για να προχωρήσουμε εν αναγκαίο να προσκομίσω το δίπλωμα. Λαλώ της πως εν το έχω ακόμα. «Πήαιννε δαμέ στα computer γιε μου, έμπα στη πλατφόρμα του πανεπιστημίου τζιαι κατέβας το 5 λεπτά, όπως κάμνουν τζιαι τα άλλα κοπελλούθκια». Εν φως φανάρι ότι η γραφειοκρατία στην Κύπρο έννεν σε καμιά περίπτωση ορθολογική, όπως την εφαντάστηκε ο Βέμπερ, αντιθέτως θεωρώ ότι εν ένα που τα κατεξοχήν μέρη όπου αναπαράγονται οι ηθικές αξίες της νήσου μας. Το τι έπαιζε βασικά εν ότι η κατηγορία «κοπελλούι» στην Κύπρο, σύμφωνα με το φουκωικό μοντέλο, λειτουργά ως μηχανισμός πειθάρχησης κάποιων ατόμων στο βαθμό που ο ενήλικας εν πάντα ανώτερος, εξυπνόττερος, καλλύτερος που το κοπελλούι. Επίσης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην Κύπρο η τέχνη της διακυβέρνησης βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην παραδοσιακή τεχνική «του σωστού τρόπου διαχείρισης των ατόμων, των αγαθών τζιαι του πλούτου μέσα στην οικογένεια».[5] Σαμπώς τζιαι το κράτος εν φάση ένα μεγάλο νοικοτζυρκό.[6] Βασικά η κυρία τζείνη έκαμνε τη μάνα μου παρά το γραφειοκράτη με τα χοντρά γυαλιά. Ήταν η άγνωστη μάνα του άγνωστου κοπελλουθκιού που πάει να γραφτεί στο ανεργιακό, ο «εγκέφαλος ενός ανεγκέφαλου κόσμου»[7] (ή ανεγκέφαλων κοπελλουθκιών). Μια φορά που επήα στην αστυνομία για την ταυτότητά μου εσυνάντησα τζιαι τον άγνωστο πατέρα τζιαι τον άγνωστο αδελφό. Αφού, λαλεί σου, εν έρκουνται με τους κηδεμόνες τους, κάποιος άλλος πρέπει να κάμει τη δουλειά. Έτσι κάποια άτομα «εναγκαλίζονται»[8] που το κράτος ως παιδιά του πέρα που απλά του μέλη.

Εμάχουμουν να της εξηγήσω το περίπλοκο της υπόθεσης μου σε σχέση με το γεγονός ότι το χαρτί εν στα ισπανικά. Ατού ο Γαβρίλης τζείνη, να μου λαλεί πως δεν θα μπορούν να μου έβρουν εργασία ανάλογη των προσόντων μου, αν δεν πάρω το πτυχίο. Νομίζοντας ότι ήταν να τη χαλαρώσει λλίον, λαλώ της σε μια φάση πως εν τζιαι καρτερώ να μου έβρουν δουλειά τζιαι ότι εν θέλω κάτι που λλόου τους, ούτε καν επίδομα εν θα έπιανα, αφού εν έχω κοινωνικές ασφαλίσεις. Γυρίζει τζιαι λαλεί μου «αν δεν ενδιαφέρεσαι να δουλέψεις, να φύεις». ΟΚ, εκατάλαβα τι επαίζετουν, λαλώ της «μα ναι, εννοείται ότι θέλω να έβρω δουλειά τζιαι ότι εν για τούτο που ήρτα». Υπήρχε η ανάγκη εκ μέρους της, ως εκπρόσωπος του κράτους τζείνη τη στιγμή, να επιβεβαιώσει το λόγο ύπαρξης τόσο της ίδιας (ως λειτουργού) όσο τζιαι του Ανεργιακού Γραφείου ως θεσμού.[9]

Επήε το παναϋρι αλλό λλία λεπτά, σε μια φάση εν άντεξα άλλο τζιαι εμολόησα τζείνο που τζιαι οι θκυό εξέραμε εξ αρχής: «Καλάν, αν δεν σου το ελάλουν εγώ ο ίδιος ότι έχω πτυχίο εν θα εμπορούσες να το ξέρεις καν, so μπορείς να κάμεις ότι απλά είμαι κάποιος που εν έσιει πτυχίο ή ότι εν σου το είπα καν ή ότι επαράκουσες». Όπως ήταν φυσικά λογικό, επόμπαρε. «Μα τι ενόμισες ότι είμαστε δαμέ; Εν τζιαι εν το Χάνι του Ππάντζιαρου, υπάρχουν κανόνες τζιαι διαδικασίες που ακολουθούμε, είμαστε επαγγελματίες». Τα υψηλά ντεσιμπέλ τζιαι το γεγονός ότι εσηκώστηκε πάνω τζιαι εφώναζε μου οδήγησε τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους, πελάτες και γραφειοκράτες, να σταματήσουν για μια στιγμή τις μίζερες τους ασχολίες για να απολαύσουν το απροσδόκητο θέαμα. Με την άκρη του μμαθκιού μου ένιωθα το βάρος του βλέμματος της συμμαθήτριας που το δημοτικό, η οποία εξυπηρετήτουν στο πίσω γραφείο. «Εμείς είμαστε δαμέ για να σε βοηθήσουμε», εσυνέχιζε, «τζιαι αν δε θέλεις τη βοήθειά μας, είσαι ελεύθερος να φύεις».

Άμα αμφισβητείται με τούντον τρόπο ο ρόλος τζιαι το νόημα των γραφειοκρατικών διαδικασιών, πρώτον με την ανάδειξη της αδυναμίας τους να ξέρουν που μόνοι τους τζείνα που πρέπει να ξέρουν (αν έχω πτυχίο ή όι) τζιαι δεύτερο με την ανοικτή πρόταση να παρακαμφθεί η προβλεπόμενη διαδικασία (σε ένα κράτος που η διαφθορά εν ο κανόνας), είναι ένα σοβαρό casus belli για τον εκάστοτε γραφειοκράτη. Υπάρχουν τζιαι οι λεγόμενες φαντασιώσεις για κυριαρχία που οδηγούν κάτι τέθκοια άτομα στο να ταυτίζουνται πλήρως με το Κράτος, να θεωρούν δηλαδή εαυτόν ως κομμάτι του, ειδικότερα σε ένα πλαίσιο στρατιωτικοποιημένου εθνικισμού.[10] Η τύπισσα επροσβάλτηκε επειδή είχα προσβάλει βασικά την ιδεολογία του κράτους. Επήρε το προσωπικά πολιτικοποιώντας επομένως το ζήτημα με ένα πολλά συγκεκριμένο τρόπο. Στην ουσία, τζείνο που έκαμνε ήταν να ενσαρκώσει φαντασιώσεις κυριαρχίας (όπου τάχα οι γραφειοκρατικές διαδικασίες λειτουργούν σωστά τζιαι διάφανα τζιαι το κράτος εν ο καλός και δίκαιος πατέρας) σε μια Κυπριακή Δημοκρατία η οποία εν όγδοη ξαδέρφη με την οποιαδήποτε έννοια αξιοκρατίας ή διαφάνειας.

Ε, τέλοσπαντων, είπα της ότι εννά πάω να φέρω το πτυχίο μου. Επήρε μου πας τα 20 λεπτά να οδηγήσω σε ένα άλλο γραφείο του ανεργιακού, τζιαμέ στον πρώην ΘΟΚ, τούντην στράτα ως μη-πτυχιούχος. Προφανώς.

Βιβλιογραφία

  1. Luis Althusser, “Ideology and Ideological State Apparatuses”, 105.
  2. Timothy Mitchell, “Society, Economy, and the State Effect”, 178.
  3. Michel Foucault, “Govermentality”, 138.
  4. John Torpey, “Coming and Going: On the State Monopolization of the Legitimate ‘Means of Movement”, 248.
  5. Michel Foucault, “Govermentality”, 135.
  6. Wendy Brown, “Walled States, Waning Sovereignty”, 118