Το δοκίμιο αυτό αποτελεί απόσπασμα μιας συνολικότερης μελέτης γύρω από τις οργανώσεις ΕΟΚΑ και ΤΜΤ, η οποία θα εκδοθεί μέσα στο 2017.
Οι ρίζες του ελληνικού εθνικισμού στην Κύπρο τοποθετούνται κατά την ελληνική εξέγερση κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας το 1821. Τη χρονιά αυτή εκτελέστηκαν από τις οθωμανικές αρχές ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός μαζί με άλλους επισκόπους με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν εξέγερση και στην Κύπρο. Οι κατηγορίες αυτές δεν μπορούσαν να αποδειχθούν, ενώ, αντιθέτως, υπάρχουν στοιχεία που φανερώνουν ότι η Εκκλησία του νησιού εναντιώθηκε αρχικά στην ελληνική επανάσταση.1 Η ανακήρυξη όμως του ελληνικού κράτους το 1830 συνοδεύτηκε με την «Μεγάλη Ιδέα», την επιθυμία δηλαδή της ένταξης στο ελληνικό κράτος όλων των περιοχών όπου ζούσαν ελληνόφωνες. Σ’ αυτή την ιδέα εντασσόταν και η Κύπρος. Πατριωτικές επιτροπές στην Ελλάδα ξεκίνησαν να στέλνουν κόσμο στην Κύπρο με σκοπό τη διάδοση αυτών των ιδεών και όντως ένα κομμάτι των μορφωμένων ελίτ ξεκίνησε να υποστηρίζει την Ένωση, με την αιτιολόγηση ότι η Κύπρος θα έπρεπε να ανήκει στο ελληνικό κράτος.2 Το εθνικιστικό κίνημα παρέμεινε εντούτοις μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα περιορισμένο σε ένα μικρό αριθμό κληρικών και διανοούμενων, την ώρα που η πλειοψηφία των αγροτών παρέμενε μη-πολιτικοποιημένη.3
Το εθνικιστικό κίνημα συνέχισε να διευρύνεται, κυρίως από Κυπρίους ή Έλληνες που επέστρεφαν από την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη, τα ελληνικά νησιά, τη Γαλλία ή τη Βρετανία, διαποτισμένοι με τα εθνικιστικά ιδεώδη που κυριαρχούσαν την εποχή εκείνη.4 Μέχρι το τέλος της οθωμανικής κυριαρχίας «οι κοινοί εκμεταλλευτές έγιναν εχθρικές ελίτ».5 Με τον ερχομό των Βρετανών το 1878, ένα κομμάτι της ελληνοκυπριακής ελίτ χαιρέτιζε τον νέο κυρίαρχο του νησιού, έχοντας την ελπίδα ότι η Βρετανία θα χάριζε την Ένωση στην Κύπρο. Φυσικά η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Η Βρετανία χρησιμοποίησε για τα δικά της συμφέροντα τη σύγκρουση μεταξύ του ενωτικού κινήματος και της πρώην οθωμανικής ελίτ, η οποία θα ενσωματωνόταν πλέον στη βρετανική διοίκηση και η οποία εναντιωνόταν στο ενδεχόμενο ένωσης με το ελληνικό κράτος.
Το 1882 οι Βρετανοί εισάγουν τον θεσμό του Νομοθετικού Συμβουλίου. Στο Συμβούλιο αυτό οι Χριστιανοί είχαν την πλειοψηφία, η οποία όμως μπορούσε πάντα να ακυρωθεί όταν οι Βρετανοί συνεργάζονταν με τους Μουσουλμάνους. Με αυτό τον τρόπο οι Βρετανοί κατάφεραν όχι μόνο να θεσμοθετήσουν τις εθνοτικές ομάδες σε χωριστές πολιτικές οντότητες, αλλά και να εντείνουν τις συγκρούσεις μεταξύ των ελίτ, βασιζόμενοι στη συνεργασία με τους Μουσουλμάνους με το σκεπτικό ότι αυτοί θα έκαναν τα πάντα για να αποτρέψουν το ενωτικό κίνημα.6 Μετά την επίσημη προσάρτηση του νησιού στη βρετανική αυτοκρατορία το 1925, το Νομοθετικό Συμβούλιο απαρτιζόταν από 24 άτομα: 9 Βρετανούς και 15 Κύπριους, εκ των οποίων 3 Μουσουλμάνοι και 12 Χριστιανοί.7 Και πάλι οι Βρετανοί μπορούσαν να στηριχθούν στη συνεργασία με τους Μουσουλμάνους για να σπάζουν την πλειοψηφία των Χριστιανών. Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής του διαίρει και βασίλευε που ακολουθούσε η αυτοκρατορία στο νησί.
Πέραν τούτου, οι βρετανικές αρχές αρνήθηκαν να συνεχίζουν να αναγνωρίζουν τον Αρχιεπίσκοπο ως Μιλλέτ-μπασή, τίτλος που του είχε δοθεί από τους Οθωμανούς και τον όριζε ως πολιτικό εκπρόσωπο της χριστιανικής κοινότητας.8 Η Εκκλησία έχασε τόσο την πολιτική της κυριαρχία, ειδικά με τη δημιουργία του κοσμικού Νομοθετικού Συμβουλίου, όσο και τα οικονομικά της προνόμια, καθώς της απαγορεύτηκε να μαζεύει φόρους. Αυτές οι εξελίξεις ώθησαν τον κλήρο να γίνει έντονα αντιβρετανικός. Η Εκκλησία, για να αποκτήσει ξανά την πολιτική και οικονομική εξουσία που της είχε αφαιρεθεί, «δεν είχε άλλη οδό από το να αναλάβει το ρόλο ποδηγέτη της Ένωσης», ενώ ο αρχιεπίσκοπος «από μιλλετ-μπασί έγινε ‘εθνάρχης’ με την ελληνική έννοια του όρου.»9
Τη δεύτερη μεγάλη κατηγορία υποστηρικτών της Ένωσης αποτελούσαν οι δάσκαλοι. Ο ρόλος της βρετανικής διοίκησης υπήρξε εδώ αρκετά σημαντικός. Μεταξύ 1811 και 1911 ο αριθμός των σχολείων στο νησί τριπλασιάστηκε, ενώ αυτός των μαθητών εκτοξεύτηκε από τους 6,776 το 1881 σε 30,557 το 1911.10 Εκτός από την ανάπτυξη γενικότερα του εκπαιδευτικού συστήματος, οι Βρετανοί προώθησαν ένα σύστημα ξεχωριστών εκπαιδευτικών επιτροπών για κάθε κοινότητα, οι οποίες διευθύνονταν από τον εκάστοτε θρησκευτικό ηγέτη, ενώ προωθήθηκε ο ερχομός δασκάλων και σχολικών βιβλίων από την Ελλάδα και την Τουρκία.11 Η διαμόρφωση αυτή της εκπαίδευσης έπαιξε ειδικά για τον ελληνικό εθνικισμό καθοριστικό ρόλο. Πολλές ώρες αφιερώνονταν στα σχολεία για την εκμάθηση της ελληνικής ιστορίας και γλώσσας. Οι μαθητές μάθαιναν για τους ήρωες του 1821, πως η Κύπρος αποτελούσε κομμάτι του ελληνικού Έθνους, πως η διάλεκτός τους ήταν κατώτερη και γι’ αυτό έπρεπε να μαθαίνουν «σωστά» ελληνικά.12 Ως αποτέλεσμα αναπτύχθηκε στην ελληνοκυπριακή νεολαία ένα πολύ δυνατό αίσθημα εθνικής ταυτότητας· μερικά χρόνια αργότερα ήταν η νεολαία, βγαλμένη από την εκπαίδευση αυτή, που θα έπαιζε σημαντικότατο ρόλο στον αγώνα της ΕΟΚΑ.
Η τρίτη κατηγορία υποστηρικτών της Ένωσης ήταν αυτή της αναδυόμενης αστικής τάξης. Μέσω και της επέκτασης του τύπου, των αναγνωστικών ομίλων και σωματείων, οι ιδέες του εθνικισμού εξαπλώθηκαν γρήγορα στις ελίτ των πόλεων. Η μορφωμένη αυτή τάξη υιοθέτησε πρόθυμα τον ελληνικό εθνικισμό που της έδινε το δικαίωμα του ανήκειν σε μια μεγαλύτερη πολιτική οντότητα καθώς και ένα ιστορικό φαντασιακό παλαιών δοξασμένων και πολιτισμένων χρόνων, εννοώντας την αρχαία Ελλάδα.13 Πέρα από την ιδεολογία, οι ελίτ είχαν και πολύ πιο υλικούς λόγους να στηρίξουν την Ένωση. Πρώτον, οι Βρετανοί κρατούσαν τις διοικητικές θέσεις για τους ίδιους, αποτρέποντας έτσι την πολιτική ανέλιξη των Κυπρίων σε κορυφαίες θέσεις. Δεύτερον, η αποικιακή διοίκηση πέρασε διάφορα μέτρα για να μειώσει τη δύναμη της ντόπιας ελίτ, όπως ήταν η καθιέρωση των Συνεργατικών, που ήταν φυσικά δυσμενής για τους τοκογλύφους.14 Η επιδίωξη της Ένωσης ήταν λοιπόν για την αστική τάξη συνώνυμη με την επιδίωξη για ανάκτηση περισσότερης πολιτικής και οικονομικής δύναμης.
Σε αντίθεση με τον ελληνικό εθνικισμό, ο τουρκικός εθνικισμός στο νησί εδραιώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Κατ’ αρχήν, οι Τουρκοκύπριοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως απογόνους των Οθωμανών, ενώ κατά την οθωμανική κυριαρχία διατηρούσαν διάφορα προνόμια που τους καθιστούσαν κυρίαρχη κοινότητα στο νησί.15 Με την αλλαγή εξουσίας στο νησί όμως τα προνόμια αυτά χάθηκαν και η ελίτ ενσωματώθηκε στην βρετανική διοίκηση, καθώς τα περισσότερα μέλη της αποτελούνταν, πέρα από τους μεγαλοκτηματίες, από διοικητικούς υπαλλήλους που εξαρτιόνταν πλέον από τους Βρετανούς.16 Επίσης, τα σχολεία της κοινότητας είχαν μια εκπαίδευση πολύ περισσότερο βασισμένη στη θρησκεία και την εκπαίδευση διοικητικών υπαλλήλων απ’ ότι στην καλλιέργεια ενός εθνικισμού, ενώ η δευτεροβάθμια εκπαίδευση ήταν εν πολλοίς επιχορηγούμενη από τους Βρετανούς.17 Επομένως, κατά τα χρόνια αυτά η τουρκοκυπριακή ελίτ παρέμεινε πιστή στην αποικιακή εξουσία.
Παρ’ όλα αυτά, κατά τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα αναπτύχθηκε ένας τουρκικός εθνικισμός που απόρρεε από τη μειονεκτική θέση που θεωρούν ότι βρίσκονται οι Τουρκοκύπριοι σε θέση με τους Ελληνοκυπρίους στο νησί. Οι επεκτατικές επιδιώξεις του ελληνικού κράτους σε συνδυασμό με την ασταμάτητη συρρίκνωση της οθωμανικής αυτοκρατορίας προκαλούσαν φόβο, ο οποίος έβρισκε την έκφρασή του μέσα από τον εθνικισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η σταδιακή προσάρτηση της Κρήτης από το ελληνικό κράτος που συνοδεύτηκε με τον εκτοπισμό του μουσουλμανικού πληθυσμού από το νησί. Οι Τουρκοκύπριοι έβλεπαν αυτές τις εξελίξεις με ανησυχία, θεωρώντας πως παρόμοια τύχη θα τους περίμενε αν ο αγώνας για Ένωση με την Ελλάδα απέβαινε καρποφόρος, κάτι που ονομάστηκε το «σύνδρομο της Κρήτης»18 Οι εντάσεις αυτές κατέληξαν στα πρώτα επεισόδια μεταξύ των δύο κοινοτήτων στις 27 Μαΐου 1912 στη Λεμεσό, όπου πέντε άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους.19
Το 1923 ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ ιδρύει την Τουρκική Δημοκρατία. Σε αντίθεση με την οθωμανική αυτοκρατορία που ήταν πολυεθνική, το τουρκικό κράτος υιοθετεί τον τουρκικό εθνικισμό με βάση τα εδάφη της Ανατολίας ως επίσημη κρατική πολιτική.2 Στην Κύπρο κάνει τότε την εμφάνισή της μια αστική, εθνικιστική ελίτ που δηλώνει υποστήριξη στον Κεμάλ και διακηρύσσει την αντίθεσή της στη βρετανική κυριαρχία.21 Αυτή δεν ήταν όμως παρά ένα μειοψηφικό κομμάτι· η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων υποστήριζε την αποικιοκρατία. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό το 1931, όταν εκδηλώθηκε από τους Ελληνοκυπρίους μια λαϊκή εξέγερση ενάντια στις νέες φορολογίες που ετοιμάζονταν και γενικότερα ενάντια στην οικονομική κρίση που μάστιζε τον τόπο. Η εξέγερση τέθηκε υπό την ηγεσία της Εκκλησίας και πήρε πολιτικά τη μορφή του αιτήματος για Ένωση, καθώς αυτή φάνταζε «στον εξαθλιωμένο πληθυσμό [...] ως πανάκεια στα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά αδιέξοδα.»22 Οι ηγέτες των Τουρκοκυπρίων χαιρέτισαν τη μετέπειτα καταστολή της εξέγερσης.23 Μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Τουρκοκύπριοι παρέμειναν πιστοί στους Βρετανούς, αν και επηρεάζονταν ισχυρά από τις κοινωνικοπολιτικές ιδέες που έρχονταν από το τουρκικό κράτος. Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις η Κύπρος ζούσε τη ραγδαία ανάπτυξη ενός κομμουνιστικού κινήματος. Πολλοί από τους αγρότες, που στις αρχές του 20ου αιώνα έχασαν τη γη τους λόγω αδυναμίας να ξεπληρώσουν τα χρέη τους στους τοκογλύφους, μετακινήθηκαν προς τα αστικά κέντρα όπου έβρισκαν εργασία κυρίως στις οικοδομές και τη βιομηχανική παραγωγή. Ειδικά η κρίση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Σοβιετική Επανάσταση του 1917 μετέφεραν τις σπίθες του κομμουνισμού και στην Κύπρο, ειδικά στους εργάτες αυτούς των πόλεων.24 Το 1922 εκδίδεται η πρώτη αριστερή εφημερίδα στην Κύπρο, ο «Πυρσός», ενώ το 1926 ιδρύεται το Κομμουνιστικό Κόμμα Κύπρου (ΚΚΚ). Το 1924 ιδρύονται επίσης οι πρώτες εργατικές συντεχνίες που ονομάζονταν «σωματεία» και είχαν ως στόχο την υλική αλλά και πνευματική βελτίωση της ζωής των εργατών.25
Μετά την εξέγερση του 1931 το ΚΚΚ τέθηκε εκτός νόμου από τους αποικιοκράτες. Ως απάντηση, ένας πυρήνας του ΚΚΚ μαζί με άλλους προοδευτικούς ανθρώπους ίδρυσαν το 1941 το ΑΚΕΛ. Σε αντίθεση με το ΚΚΚ, το ΑΚΕΛ πήρε στάση υπέρ της Ένωσης, με αποτέλεσμα να καταφέρει να γίνει κόμμα με μαζική υποστήριξη στην εργατική τάξη και μεγάλες εκλογικές νίκες μέσα στη δεκαετία του 1940.26 Η υιοθέτηση όμως του ενωτικού αιτήματος σήμαινε και την αποξένωση των Τουρκοκυπρίων.27 Ως απάντηση στον ανερχόμενο κομμουνιστικό κίνδυνο, η ε/κ δεξιά ιδρύει, με την υποστήριξη των Βρετανών, το 1943 το Κυπριακό Εθνικό Κόμμα (ΚΕΚ) αλλά και τις Νέες Συντεχνίες, μετέπειτα ΣΕΚ (Συνομοσπονδία Εργαζομένων Κύπρου), με στόχο την αποτροπή της ηγεμονίας της Αριστεράς.28 Ήδη είχε δημιουργηθεί το 1941 από την Αριστερά η Παγκύπρια Συντεχνιακή Επιτροπή (ΠΣΕ) με 17 μέλη εκλεγμένα από δεκάδες σωματεία, η οποία θα μετεξελιχθεί το 1946 στην Παγκύπρια Εργατική Ομοσπονδία (ΠΕΟ) που θα γινόταν η μεγαλύτερη συντεχνία στην Κύπρο, μετά την αποχώρηση των δεξιών το 1944.29 Από την πλευρά της, η Τ/Κ ελίτ ιδρύει το 1943 τη δική της μαζική οργάνωση, το «Κόμμα για την Προστασία της Τουρκικής Μειονότητας» (ΚΑΤΑΚ) που έχει ως σκοπό «την προστασία των δικαιωμάτων της τουρκοκυπριακής μειονότητας και τη μέριμνα για την οικονομική και πολιτισμική ανάπτυξή της.»30 Ένα χρόνο μετά ιδρύεται και το Τουρκικό Εθνικό Λαϊκό Κόμμα (KMTHP) που εναντιωνόταν τόσο στην Ένωση όσο και στην αυτοδιοίκηση του νησιού.31 Ακολούθως δημιουργούνται και Τ/Κ συντεχνίες και οργανώσεις, στις οποίες καταφεύγουν αρκετοί Τουρκοκύπριοι που αποχωρούν από τις αντίστοιχες Ε/Κ. Όπως σημειώνει ο Κτωρής, οι Τουρκοκύπριοι «καθ’ όλη τη διάρκεια της αποικιοκρατίας δεν αντιμετωπίστηκαν ως συστατικό στοιχείο του κυπριακού χώρου αλλά ως ξένη μειονότητα ή ως μη αυτόχθονες κάτοικοι της Κύπρου, που όφειλαν να σεβαστούν τις εθνικές επιδιώξεις της ελληνικής πλειοψηφίας.»32 Η αναφορά εδώ δεν αφορά μόνο το ενώτικο αίτημα που υιοθετήθηκε συνολικά από την ε/κ πολιτική ελίτ, αλλά και στη γενικότερη συμπεριφορά της ε/κ κοινότητας. Για παράδειγμα, η εφημερίδα «Φωνή της Κύπρου» έγραφε το 1949: «[…] επί πάσι τούτοις οι εν Κύπρω απλώς φιλοξενούμενοι σύνοικοι μας Τούρκοι δεν πρέπει να λησμονώσι τον οφειλόμενον υπό των φιλοξενούμενων σεβασμόν προς τους φιλοξενούντας.»33
Στο μεταξύ, η Βρετανία για να δαμάσει τις πιέσεις που δεχόταν τόσο από την εθνικιστική δεξιά, όσο και από την αριστερά για την Ένωση, κάλεσε το 1947 στη Διασκεπτική για να συζητήσει το ενδεχόμενο παραχώρησης συντάγματος. Από πλευράς Ε/Κ, μόνο το ΑΚΕΛ δέχτηκε να πάρει μέρος, υιοθετώντας προσωρινά τη στάση της αυτοκυβέρνησης, ενώ η Δεξιά παρουσιαζόταν ως αμετάκλητη ως προς το στόχο της κατευθείαν Ένωσης. Η Διασκεπτική κατέρρευσε ένα χρόνο μετά αφού το ΑΚΕΛ αποχώρησε όντας μη ικανοποιημένο από τις προτάσεις των Βρετανών. Στο ίδιο το κόμμα υπήρξε κάθαρση και η νέα ηγεσία θα υιοθετούσε το εθνικιστικό σύνθημα «Ένωσις και μόνον Ένωσις.»34 Παρ’ όλα αυτά, το κόμμα δε γλύτωσε τη ρετσινιά της ‘προδοσίας’ των εθνικών πόθων. Ήταν μόνο ένα από μια σειρά γεγονότων που έφεραν την μείωση της δύναμης της Αριστεράς, που μέχρι τότε ηγεμόνευε στην πολιτική ζωή του τόπου. Την ίδια χρονιά ανέλαβε τη θέση του Αρχιεπισκόπου ο φανατικός αντικομουνιστής Επίσκοπος Κερύνειας. Το 1948 έγιναν ακόμη οι ιστορικές απεργίες των μεταλλωρύχων στην αμερικανικής ιδιοκτησίας εταιρία ΚΜΕ, τις οποίες κατέκρινε η Εκκλησία και στις οποίες οι Νέες Συντεχνίες έπαιξαν απεργοσπαστικό ρόλο. Μάλιστα, η Δεξιά είχε καλέσει τον Γεώργιο Γρίβα, τότε Συνταγματάρχη στον ελληνικό στρατό, να δημιουργήσει μια ομαδα με πρότυπο την ομάδα «Χ», μια αντικομουνιστική οργάνωση στην Ελλάδα, στην οποία θα γίνει περαιτέρω αναφορά στη συνέχεια. Πράγματι, εκπρόσωποι του Γρίβα ήρθαν στην Κύπρο και ίδρυσαν τη «Χ2», η οποία βρήκε πολιτική στέγη στο σωματείο του Ολυμπιακού Λευκωσίας και αποτέλεσε βάση του αγώνα της Δεξιάς έναντι της Αριστεράς.35 Το τέλος των απεργιών του 1948 ήταν και το τέλος των μαζικών διακοινοτικών κινητοποιήσεων.
Στην ε/κ κοινότητα η πολιτική διαμάχη των δυο παρατάξεων έφτανε στο αποκορύφωμά της, λόγω και της ιδεολογικής ταύτισης με τη δεξιά και αριστερή παράταξη του ελληνικού εμφυλίου αντίστοιχα. Οι εθνικιστές καλούσαν όλους τους «εθνικά σκεπτόμενους» να σταματήσουν να εργοδοτούν αριστερούς και να μποϋκοτάρουν τις αριστερές εφημερίδες, τα αριστερά καφενεία κτλ. Η αριστερά απάντησε πίσω, με αποτέλεσμα πολλές γειτονιές και χωριά να έχουν δυο καφενεία, κουρεία, μανάβικα, κινηματογράφους: ένα αριστερό και ένα δεξιό.36 Σε αντιδιαστολή, στην τ/κ θα δημιουργούνταν το 1949 η Ομοσπονδία Τουρκοκυπριακών Οργανώσεων, η οποία αποτελούσε ενοποίηση όλων των τ/κ φορέων και σωματείων. Η Ομοσπονδία οργάνωσε το Δεκέμβρη του ίδιου έτους τη μεγαλύτερη μέχρι τότε εκδήλωση ενάντια στην Ένωση.37
Παρ’ όλα αυτά οι πιέσεις που έρχονταν από τους Ε/Κ για την Ένωση γίνονταν όλο και πιο έντονες. Το 1950 η Εκκλησία, θέλοντας να προλάβει αντίστοιχη πρωτοβουλία του ΑΚΕΛ, διοργάνωσε δημοψήφισμα για την Ένωση, που ήταν στην πραγματικότητα μια συλλογή υπογραφών. Το 96% των Ελληνοκυπρίων υποστήριξαν την Ένωση.38 Το δημοψήφισμα αυτό «συνιστούσε για τους Ελληνοκυπρίους μεγαλειώδη επίδειξη πληθυσμιακής υπεροχής, ενώ για τους Τουρκοκυπρίους αποτελούσε μια κορυφαία πράξη απαξίωσης της παρουσίας τους στο νησί.»39 Η μαζική στήριξη του ενωτικού αιτήματος μπορεί να αγνοήθηκε από τους Βρετανούς, αυτό δεν ίσχυε όμως και για τους Τουρκοκυπρίους. Από το 1952 ειδικά, ο τουρκοκυπριακός Τύπος αλλάζει στάση και ξεκινά να προβάλλει αίτημα επιστροφής της Κύπρου στην Τουρκία, αντί για τη διατήρηση της βρετανικής αποικιοκρατίας. Για πρώτη φορά σε τουρκοκυπριακά σχολεία θα ακουστεί ο τουρκικός εθνικός ύμνος, μαθήτριες θα σχηματίσουν σε πυραμίδες την τουρκική ημισέληνο και την περίοπτη θέση στις επετειακές εκδηλώσεις θα έχει πλέον ο τούρκος πρόξενος αντί οι βρετανοί αξιωματούχοι.40 Η πόλωση εντάθηκε ακόμη περισσότερο όταν το 1954 η Ελλάδα υπέβαλε στον ΟΗΕ προσφυγή για την Κύπρο, η οποία προκάλεσε την έντονη αντίδραση των Τ/Κ, παρόλο που αγνοήθηκε από τον ΟΗΕ. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της πόλωσης των δυο αντικρουόμενων εθνικισμών γεννήθηκαν οι οργανώσεις ΕΟΚΑ και ΤΜΤ.
Αναφορές
Βιβλιογραφία: Attalides, Michael (1977): The Turkish Cypriots: Their Relations to the Greek Cypriots in Perspective, in: Attalides, Michael (Hg.): Cyprus Reviewed, Nikosia. Attalides, A. Michael (1979): Cyprus. Nationalism and International Politics, Edinburgh. Bozkurt, Umut / Trimikliniotis, Nicos (2014): Incorporating a Class Analysis within the National Question: Rethinking Ethnicity, Class, and Nationalism in Cyprus, in: Nationalism and Ethnic Politics, Jg. 20, Nr. 2, S. 244-265. Crouzet, François (2011): Η Κυπριακή Διένεξη 1946-1959. Τόμος Α‘, Αθήνα. Δρουσιώτης, Μακάριος (2002): ΕΟΚΑ, Η Σκοτεινή Όψη, Λευκωσία. Ηρακλείδης, Ι. Αλέξης (2006): Κυπριακό Πρόβλημα 1947-2004. Από την Ένωση στη Διχοτόμηση; Αθήνα. Kizilyürek, Niyazi (1990): Der Zypernkonflikt unter besonderer Berücksichtigung der internationalen Abhängigkeitsverhältnisse, Dissertation zur Erlangung des Doktorgrades am Fachbereich Wirtschaftswissenschaft an der Universität Bremen. Κτωρής, Σώτος (2013): Τουρκοκύπριοι: Από το Περιθώριο στο Συνεταιρισμό 1923-1960, Αθήνα. Loizos, Peter (2001): The Progress of Greek Nationalism in Cyprus, 1878-1970, in: Choice and Change: essays presented to Lucy Mair, nachgedruckt in: Loizos, Peter: Unofficial Views. Cyprus: Society and Politics, Cyprus, S. 24-41. Peristianis, Nicos (2006): The Rise of the Left and of the Intra-Ethnic Cleavage, in: Faustmann, Hubert / Peristianis, Nicos (Hg.): Britain in Cyprus. Colonialism and Post-Colonialism 1878-2006, Mannheim und Möhnesee, S.233-268. Pollis, Adamantia (1973): Intergroup Conflict and British Colonial Policy: The Case of Cyprus, in: Comparative Politics, Jg. 5, Nr. 4, S. 575-599.