Λογοτεχνία και Αναρχία: προς μια ριζοσπαστική ανάγνωση κειμένων


“Art must be social in the most complete sense of the word” Encyclopédie anarchiste

Κατά τη διάρκεια της ιστορίας του, το αναρχικό κίνημα, ως κατεξοχήν πολιτικό κίνημα, χαρακτηρίζεται από την τοποθέτησή του εκτός ενός φιξαρισμένου επιστημολογικού σχήματος –που θα έθετε προτάσεις για τις «πραγματικές» δομές της ιστορίας, του κεφαλαίου, της πατριαρχίας, κ.λπ.– και την επιβεβαίωση μιας ουσιαστικής ελευθερίας, ισότητας και συνύπαρξης του διαφορετικού (χωρίς τις φιλελεύθερές του αποχρώσεις) όχι μόνο σαν κατάφαση αλλά μάλλον σαν επί της ουσίας άρνηση κάθε είδους κυριαρχίας και ιεραρχίας.

Η οπτική αυτή της αναρχίας –σαν υπονόμευση κάθε είδους σχέσης εξουσίας– κάλλιστα μπορεί να μεταφερθεί στην ανάγνωση της λογοτεχνίας. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι αναγκαίο να προσεγγίζουμε οποιοδήποτε κείμενο έχοντας κατά νου προκαθορισμένες κατηγορίες ανάγνωσης (reading with and/or against the grain), αλλά οφείλουμε να ανοίξουμε διάλογο με το κείμενο, διατηρώντας πάντα μια διαδραστική θέση, στη βάση της θέλησης (willingness) να ανακατασκευάσουμε το φαντασιακό μας, με τη βοήθεια του ίδιου του κειμένου. Οι λογοτεχνικοί ερμηνευτικοί «κανόνες» δεν είναι τίποτε άλλο παρά το ευθέως ανάλογο μοντέλο εκείνης της (δήθεν πρωτοποριακής) πολιτικής δράσης, όπου η «επαναστατική» ελίτ, κατέχοντας την «ορθή» θεωρία, επιβάλλει το άκαμπτό της σχήμα σε μια «μάζα», η οποία θεωρείται ομοιογενής και ανίκανη να αντιδράσει.

Συνεπώς, η ριζοσπαστική αναρχική ανάγνωση, θα πρέπει να αρνηθεί να διαβάσει το κείμενο με τη βοήθεια ενός λεξικού συμβολισμών γραμμένου εκ των προτέρων. Αυτή, ως τέτοια, πρέπει να είναι επαγωγική, πάντα έτοιμη να ξανα-αρθρώσει και να ξανα-κατασκευάσει τις δικές της αρχές μέσα από την ίδια τη συνάντηση με το κείμενο. Για τις αναρχικές και τους αναρχικούς, το να θεωρεί κανείς/καμιά τη λογοτεχνία σαν λειτουργία ξεκομμένη από την υπόλοιπη (κοινωνική) ζωή σημαίνει αυτόματα αποτυχία στο να σκεφτεί την ίδια την έννοια της αυτονομίας με όρους κοινωνικούς∙ άλλωστε τι είναι η αυτονομία αν όχι μια κοινωνική σχέση; Ως εκ τούτου, το πολύφερνο, μέχρι τις μέρες μας, δόγμα του Αισθητισμού art for art s sake δεν είναι παρά μια ατοπία. Πολύ απλά, κάθε μορφή τέχνης δεν μπορεί να «εξυψωθεί» προς μια μυστικιστική, υπερβατική σφαίρα εκτός των ανθρώπινων σχέσεων: είναι εκ προοιμίου κοινωνική.

Και συνεχίζοντας προς αυτή την κατεύθυνση, δεν θα πρέπει ποτέ το κείμενο απλώς να αναχθεί σε μια στιγμιαία εμφάνιση εντός ενός πλαισίου ή να θεωρηθεί αποκλειστικά ως έκφραση μιας μεγαλύτερης, σταθερής δομής∙ πάντοτε υπάρχει η πιθανότητα της έκπληξης ή του μετασχηματισμού μέσα στο φάσμα των πολλαπλών αναγνώσεων. Η γλώσσα, για την αναρχία, δεν είναι μόνο μια παθητική επανάληψη γνωστών σημείων (σημασιών): είναι δράση νοητής μετατόπισης. Έτσι, η γραφή και η ανάγνωση δεν είναι μονάχα μια επαναλαμβανόμενη επιβεβαίωση κάποιων αυτοαναφορικών δομών, αλλά μέσο αποδόμησης ή μεταμόρφωσης των δυνάμεων ή/και των σχέσεων εκείνων που σχετίζονται με την παραγωγή των ίδιων των δομών/νοημάτων. Σε αυτό το σημείο ο αναρχικός αναγνώστης και η αναρχική αναγνώστρια παίζουν σημαντικό ρόλο, αφού ούτε να κυριαρχήσουν θέλουν ούτε να κυριαρχηθούν, αλλά τοποθετούν εαυτούς και εαυτές σε μια δυναμική σχέση με τα κείμενα. Μπαίνοντας σε αυτό τον πολυφωνικό διάλογο, –για τον Proudhon π.χ. ο αναρχικός διάλογος προϋποθέτει ως αρχή του τη μεγαλύτερη δυνατή αντίφαση και ως μέσο του τη μεγαλύτερη δυνατή πολλαπλότητα– είναι απαραίτητο να τοποθετήσουμε τις δικές μας οπτικές σε πολλαπλά πλαίσια, ώστε σταδιακά να διασαλευτεί η συμπαγής ατομικότητα, να δημιουργηθεί ποικιλομορφία και ασυμφωνία χάρη σε μια πραγματική αλληλεπίδραση. Γράφει ο Walt Whitman: Do I contradict myself? Very well, then I contradict myself, I am large, I contain multitudes.

Η συζήτηση για τη σχέση λογοτεχνίας και αναρχίας είναι αδύνατο να εξαντληθεί μόνο σε αυτά τα λιγοστά σημεία. Ίσως εδώ έγκειται και η ουτοπική διάσταση μιας αναρχικής ανάγνωσης: όχι με την έννοια ενός αφηρημένου ιδανικού που δεν έχει καμιά σχέση με λογοτεχνικές φόρμουλες (topos), αλλά με την έννοια ότι πάντοτε ταξιδεύουμε από τον ένα στον άλλο topos, διασαλεύοντας τις επικράτειες του χώρου και του χρόνου, προς χάριν ενός μέλλοντος που παύει να υπάρχει πια ως μέλλον, κάτω από το βάρος των χρονικών διαχωρισμών:

[…] άκου θα ‘ρθει καιρός/ που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς/ δε θα βγαίνουν στην τύχη./ Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές/ με γερμένους απέξω./ Και τη δουλειά/ θα τη διαλέγουμε/ δε θα ‘μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια./ Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα/ κι άλλοι με νότες./ Να φυλάξεις μονάχα/ σε μια μεγάλη φιάλη με νερό/ λέξεις και έννοιες σαν και αυτές/ απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή κέρδος-εξευτελισμός/ για το μάθημα της ιστορίας.