Η Ιστορια της κατάθλιψης


Η κατάθλιψη ως κλινική διάγνωση είναι μοντέρνα έννοια που αντικατέστησε τον όρο της μελαγχολίας μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα. Μελαγχολικές φιγούρες υπήρχαν ανέκαθεν στην ιστορία του Δυτικού πολιτισμού, με κάθε εποχή να δίνει διαφορετική ερμηνεία ως προς τα αίτια προέλευσής της. Οι πρώτες αναφορές απαντώνται στην αρχαία Ελλάδα. Στην ομώνυμη τριλογία του Ευριπίδη, ο πρωταγωνιστής Ορέστης εμφανίζει συμπτώματα μελαγχολίας – ανορεξία, υπνηλία, αδιαφορία για βασικές ανάγκες – ενώ ο Ιάσωνας της Αργοναυτικής εκστρατείας με το που αγκυροβολεί στην Λιβύη χάνει το ηρωικό του πνεύμα και εμφανίζεται απόμακρος, δύσθυμος και κατατονικός. Οι ιατρικές αναφορές του Ιπποκράτη αποδίδουν την πάθηση σε ανισορροπία του θυμικού υγρού, μια άποψη που διατηρήθηκε και στα κείμενα του Ρωμαίου γιατρού Γαληνού. Από την άλλη, οι ιερείς της εποχής την θεωρούσαν θεόσταλτη κατάσταση που έπληττε την ψυχή, λόγω κάποιας αμαρτίας που είχε διαπράξει ο παθών στο παρελθόν. Οι φιλόσοφοι είχαν παρατηρήσει ότι μια μικρή δόση μελαγχολίας ήταν εμφανής και αναγκαία σε όλες τις δημιουργικές προσωπικότητες της εποχής, με γνωστά παραδείγματα όπως τον Πλάτωνα, τον Λύσανδρο και τον Σωκράτη.

Οι Ρωμαίοι Στωικοί ενστερνίζονταν μια πιο πραγματιστική θέση, ότι ψυχικά και συναισθηματικά προβλήματα ήταν αποτέλεσμα λανθασμένης σκέψης, κάτι που μπορούσε εύκολα να διορθωθεί με την υιοθέτηση μιας πιο θετικής αντίληψης για τις προκλήσεις που παρουσιάζει η ζωή. Η επίτευξη της αταραξίας ήταν για τους Στωικούς life coaches -με κύριο εκπρόσωπο τον Πλούταρχο- το μέγιστο αγαθό και αποτέλεσμα σωστής διαπαιδαγώγησης.

Δύο χιλιετίες αργότερα, ενδεχομένως οι ιδέες αυτές να μη μας ξενίζουν, αφού κατά περιόδους αναβιώθηκαν στις κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις και διαδόθηκαν μέσω του θρησκειολογικού μεσαίωνα, της αναγεννησιακής πίστης στην επιστήμη και της λογοκεντρικής προόδου του Διαφωτισμού, φτάνοντας σήμερα να έχουν απήχηση σε συνθήκες νεοφιλελεύθερης αγοράς.

Ωστόσο, η περίοδος που συνέτεινε στην ιατρικοποίηση του μελαγχολικού ήταν η ύστερη Βικτωριανή, στα μέσα του 19ου αιώνα, που διόλου τυχαία συνέπεσε με τη γέννηση της ψυχανάλυσης. Ήταν η εποχή της συγκέντρωσης του τεχνολογικού κεφαλαίου στις βιομηχανίες των μητροπόλεων και των μαζικών μετακινήσεων του πληθυσμού στο κέντρο, αιτίες αποξένωσης του νεωτερικού πολίτη από τη φύση, νευρασθένειας και αγωνίας για την ανεξέλεγκτη κοινωνικοοικονομική ρευστότητα. Λόγω των μεγάλων δημογραφικών ανακατατάξεων, οι πόλεις έγιναν το σκηνικό για την ανάδυση νέων κοινωνικών τάξεων και αντιθέσεων. Ο Βικτωριανός ήταν αμήχανος απέναντι στη ψυχολογική νόσο. Από τη μια δημιουργήθηκαν ψυχιατρικά άσυλα στα οποία απομόνωναν τους ασθενείς μακριά από την κοινή θέα, από την άλλη τα ευρέως διαδεδομένα μυθιστορήματα της εποχής αφύπνιζαν μια αυξανόμενη περιέργεια για την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ του φυσιολογικού και άρα υγιούς και του παραλόγου και άρα διαταραγμένου. Έτσι ο λόγος περί του ευπαθούς αστού, έφερε και την έμφαση στο συναισθηματικό κόσμο του ατόμου, που πλέον έγινε θέμα μελέτης. Βεβαίως οι αιτίες αποζητούνταν στο νευρικό σύστημα του αλλοτριωμένου, καταπονημένου εργάτη της πόλης και όχι στην ψυχολογία του, ενώ για τις γυναίκες, επικρατούσε η αντίληψη πως ήταν εκ φύσεως ιδιαίτερα επιρρεπείς σε αδύναμα νεύρα.

Ο καθωσπρεπισμός της εποχής εξακολουθούσε να διέπεται από την καρτεσιανή λογική που έθετε αυστηρή ιεραρχία μεταξύ νου και σώματος, κάτι που συνέτεινε στην απελευθέρωση του φαντασιακού λόγου σε πολυδιάβαστα έντυπα και λογοτεχνικές δημοσιεύσεις της εποχής, έναντι του φιλάρρωστου βικτωριανού σώματος. Αυτό εξηγεί εν μέρει και την επικράτηση της εικόνας της νευρωτικής, άτεκνης Βικτωριανής, που αρχίζει να συστήνει μια νέα γυναικεία μορφή σε προσωπικά ημερολόγια και μυθιστορήματα, υπό το άλλοθι της λογοτεχνικής ηρωίδας. Μετά το 1850 λοιπόν, εγκαινιάστηκε η περίοδος του δημόσιου ενδιαφέροντος περί του εαυτού ως συναισθηματικού φάσματος, που εν δυνάμει επενεργεί στο σώμα και στο μυαλό.

Οπότε, εκφάνσεις μελαγχολίας ήταν υπαρκτές σε κάθε εποχή, αλλά τα συμπτώματα τύχαιναν διαφορετικής ερμηνείας, ανάλογης της ιδεολογικής περιόδου.

Ωστόσο, ως κλινική διάγνωση η κατάθλιψη καθιερώθηκε με την έκδοση του Διαγνωστικού Ψυχιατρικού Κώδικα το 1952, όπου εισάχθηκε η έννοια της Καταθλιπτικής Αντίδρασης. Ο νέος όρος θα περιέγραφε οποιαδήποτε ανικανότητα να ανταπεξέλθει το άτομο απέναντι σε αναπάντεχες ανατροπές, όπως κοντινό θάνατο, διαζύγιο, απώλεια εργασίας, μετά το πέρας μιας αρχικής περιόδου. Δηλαδή την εκδήλωση απροθυμίας να συνεχίσει η ζωή του με νέους όρους. Την ίδια εποχή, εμφανίστηκαν στην αγορά και τα πρώτα ηρεμιστικά για αντιμετώπιση αυξημένου άγχους. Σκευάσματα όπως το Βάλιουμ βρήκαν μεγάλη απήχηση και η συνταγογράφησή τους κορυφώθηκε περί τα 1970, όταν και άρχισαν να γίνονται γνωστές οι παρενέργειές τους. Έστρωσαν, ωστόσο, τον δρόμο προς την ευρεία χρήση των αντικαταθλιπτικών στις αρχές του 1990. Η ιδέα ήταν ότι η καταθλιπτική διάθεση ήταν αποτέλεσμα βιοχημικής ανισορροπίας η οποία μπορούσε να ανατραπεί άμεσα με την επενέργεια του ανάλογου σκευάσματος στη σεροτονίνη του εγκεφάλου. Ο αναθεωρημένος Ψυχιατρικός Διαγνωστικός Κώδικας ΙΙΙ βοήθησε στην εξάπλωση της χορήγησης αντικαταθλιπτικών, αφού έστρεψε την προσοχή στα συμπτώματα της κατάθλιψης και όχι στα αίτιά της.

Σκοπός του νέου Κώδικα ήταν να ενοποιήσει τη συμπτωματολογία υπό μια ψυχιατρική διάγνωση σύμφωνα με το κριτήριο του FDA (Σύνδεσμος Τροφίμων και Φαρμάκων), που όριζε ότι, για να διατεθεί νέο φάρμακο στην αγορά, έπρεπε να απευθύνεται σε καθορισμένη πάθηση. Αν το φάρμακο επέφερε αλλαγές στη διάθεση, την όρεξη και τον ύπνο του ατόμου, τότε η διάγνωση κατάθλιψης θα γινόταν βάσει αυτών των κριτηρίων. Με άλλα λόγια, η στιγμή δημιουργίας της κατάθλιψης ήταν και η στιγμή της ανακάλυψής της. Ταυτόχρονα, η συμπύκνωση μιας ευρείας συμπτωματολογίας υπό τον διαγνωστικό τίτλο «κατάθλιψη», θα εγκαθίδρυε την εποχή της πιο κερδοφόρας συνέργειας μεταξύ της διεθνούς φαρμακοβιομηχανίας και των ασφαλιστικών εταιρειών. Από το 1987 που διατέθηκε το Πρόζακ στην αγορά, παρατηρήθηκε 1500% αύξηση στον αριθμό των Αμερικανών που έτυχαν χορήγησης αντι-αγχολυτικών. Εντούτοις πίσω στα 1950, στατιστικές μετρήσεις καταγράφουν ότι από κατάθλιψη νοσούσε μόλις το 0,5% του αμερικανικού πληθυσμού.

Η ψυχανάλυση δεν δίνει διαγνωστική αξία στην κατάθλιψη, αλλά στη θλίψη που το άτομο κουβαλά συχνά στη συνεδρία. Εφόσον του δοθεί ο χώρος να μιλήσει περισσότερο για τη θλίψη και τα συναφή συμπτώματα που την συνοδεύουν, αδιαφορία προς τη ζωή, απώλεια ζωτικότητας, αίσθηση κενού, αϋπνίες, διαρκή κόπωση κλπ, ο αναλυόμενος αποκαλύπτει μια εντελώς μοναδική στην περίπτωσή του διάσταση, που συχνά κρύβει λόγους πέραν πάσης υποψίας. Με άλλα λόγια, πέρα από τη φαινομενολογία της κατάστασής του και τη δυσφορία που προκαλούν τα αρνητικά συναισθήματα της επιφάνειας, σε αιτιακό-υποσυνείδητο επίπεδο εκτυλίσσεται ένα δράμα με άλλους ρυθμούς. Η θλίψη του μπορεί να είναι αντίδραση σε κάποιο εξωτερικό γεγονός που τον έφερε αντιμέτωπο με μια κρίση νοήματος, ή μπορεί να είναι σε σχέση με την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου. Για παράδειγμα, σε περίπτωση μελαγχολίας, η θλίψη σε σχέση με μια αδιάσειστη σκηνή που καθηλώνει το άτομο χρονικά στη στιγμή μιας φαντασιακής ή και πραγματικής απώλειας, χρειάζεται να εκτυλιχθεί στη δική της χρονικότητα ενώπιον του αναλυτή, προκειμένου να αναζωπυρωθεί στο λόγο του ατόμου μια κάποια έκλαμψη ζωής πέρα από αυτήν του εκλιπόντος. Η διαύγεια με την οποία ο μελαγχολικός διατυπώνει το επικοινωνιακό του αδιέξοδο, την αδυναμία του λόγου να αρθρώσει το κενό και ταυτόχρονα, η ενστικτώδης γνώση ότι μόνο έτσι μπορεί να βελτιωθεί η κατάστασή του, είναι εντυπωσιακή. Κατά συνέπεια, αυτό που του παρέχεται είναι η πίστη στη δύναμη του λόγου να επιφέρει αλλαγές. Η φαρμακευτική αγωγή υπό διάγνωση κατάθλιψης μάλλον επισκιάζει την πραγματική πάλη. Σε περιπτώσεις υστερικής νεύρωσης, πίσω από το μόνιμο παράπονο για έλλειψη νοήματος, αποκαλύπτεται η σύνδεση της θλίψης με την απώλεια μιας φαντασιακής πληρότητας που έχει αναχθεί σε καταδυναστευτικό τέλμα για το άτομο και χρίζει απομυθοποίησης. Ενώ στη ψύχωση, η διάνυση περιόδου θλίψης ενίοτε αποτελεί ένδειξη ψυχικής σταθεροποίησης. Γι' αυτό η παρεμβατική ανατροπή της θλίψης με γνώμονα το γενικευμένο ιδανικό της «ευτυχίας», φέρει το ρίσκο της αποσταθεροποίησης του ατόμου, όπως συμβαίνει με ξαφνικές απόπειρες αυτοκτονίας όταν βάση διάγνωσης όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλύτερα.

O λόγος του αναλυόμενου είναι το μοναδικό διαπίστευμα της επιθυμίας του, δηλαδή αυτού που παραμένει άχρονο από τα συμπτώματα που τον ταλαιπωρούν και που διέπονται από την εκάστοτε εποχή, τον πολιτισμικό Άλλο. Όταν η κατάθλιψη ανάγεται σε μάστιγα της εποχής, η κλινική του υποσυνειδήτου μαρτυρεί πως ο αναλυόμενος εκλείπει από την επιθυμία του, συνεπώς θλίβεται και συνάμα αρπάζεται από τον λόγο της εποχής. Ερχόμενος στη συνεδρία, μπαίνει σε διάλογο και θέτει υπό διερώτηση τη χρήση του συμπτώματός του, δηλαδή τη θέση που καταλαμβάνει στη ψυχική του ιστορία. Επομένως, αναδεικνύεται η υποσυνείδητη χ-ρήση του συμπτώματος και ο καθένας δύναται να απαλλαχτεί από αυτό, θεμελιώνοντας υποκειμενική ευθύνη για την επιθυμία του.

Συνεπώς, η διάγνωση της κατάθλιψης δεν εξυπηρετεί σε τίποτα, πέρα από το να ορίζει νομοτελειακά την κατά-σταση του ατόμου. Ακριβώς, η ευρεία διάδοση της διάγνωσης (από ειδικούς, επίσημες στατιστικές και τεστ σε περιοδικά με συνακόλουθους τρόπους αντιμετώπισης) στηρίζεται στην εξάρτηση του σύγχρονου πολίτη από την εποπτική αναγνώριση της αυθεντίας, η οποία δίνει τα φώτα της απλά και εύκολα. Με πρόθεση δημοκρατική, έτσι ώστε να αντικρίζει το άτομο τον εαυτό του στους στατιστικούς δείκτες και να αισθάνεται προσωρινή ανακούφιση στην ταύτισή του με το ευρύ κοινό. Μα η ενόχληση παραμένει και η λειτουργία της θλίψης φανερώνεται στο λόγο κάθε συνεδρίας. Σκοπός η κινητοποίηση πέραν της απόλαυσης του συμπτώματος και η χάραξη μιας πορείας σύν-φωνης της επιθυμίας του. Το πλάσμα ξαναγεννιέται μέσα από την επιθυμία.