Η «Περιβαλλοντική Κληρονομιά» του Κυπριακού Προβλήματος 


60 και βάλε χρόνια κυπριακού προβλήματος. Μια περίοδος κατά την οποία το μικρό νησί της Κύπρου έζησε την ανάδυση των εθνικισμών, τη μετάβαση στη μεταποικιοκρατική εποχή και τη νεωτερικότητα. Με σημαντικά ιστορικά γεγονότα τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου κράτους, την ένταση των διακοινοτικών συγκρούσεων, την επέμβαση της χούντας από την Ελλάδα, την τουρκική εισβολή και εν τέλει τον διαμοιρασμό του νησιού. Είναι φυσικό συνεπακόλουθο πως ο κάθε πόλεμος και η κάθε διένεξη, που έχουν ως ένα από τα κύρια τους χαρακτηριστικά στρατιωτικές και παραστρατιωτικές επεμβάσεις και παρεμβάσεις, οδηγούν σε τεράστιες περιβαλλοντικές καταστροφές. Στην Κύπρο οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του πραξικοπήματος και της εισβολής δεν έχουν απασχολήσει ούτε την κοινωνία, ούτε οποιεσδήποτε αρχές ή θεσμούς. Αντιθέτως, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις του Κυπριακού, είτε μιλάμε για χειροπιαστές, είτε για φαντασιακές, επήλθαν αργότερα, και, μέχρις ότου επανενωθεί το νησί, θα εντατικοποιηθούν. 

Το συγκεκριμένο άρθρο είναι μια πρώτη προσπάθεια να ξεκινήσει μια συζήτηση γύρω από το κυπριακό πρόβλημα και τις προεκτάσεις του σε οικολογικά θέματα, μέσα από ένα φακό πολιτικής και κοινωνικής οικολογίας και αναφέρει εν συντομία θέματα που σχετίζονται με την μετά το 1974 ανάπτυξη και το καθεστώς εξαίρεσης, με τα προβλήματα της σαλαμοποίησης ενός οικοσυστήματος αλλά και τη σύνδεση του περιβαλλοντικού / οικολογικού με ένα κοινό, οικολογικά φαντασιακό έναντι του εθνικού. Ευελπιστώ πως το άρθρο αυτό θα αποτελέσει την αρχή για περισσότερα και πιο αναλυτικά κείμενα. Είναι σημαντικό να αναφέρω, επίσης, πως η έννοια της «περιβαλλοντικής κληρονομιάς» του κυπριακού προβλήματος μπαίνει σε εισαγωγικά για δύο βασικούς λόγους. Καταρχήν, γιατί δεν θέλω να υπαινιχθώ πως η κληρονομιά του Κυπριακού είναι θετική (κάτι που θεωρώ ότι υπονοεί η λέξη κληρονομιά) και έπειτα, για να τονίσω τη φαντασιακή της όψη.   

Το 1974 ήταν η απαρχή μιας ραγδαίας και «άναρχης» ανάπτυξης. Με κορυφαίο το παράδειγμα της Αγίας Νάπας, πόλεις και χωριά στο νότιο μέρος της Κύπρου τσιμέντωσαν ακτές και δάση κάτι που είχε σημαντικό αντίκτυπο στην πολιτιστική επαφή της κοινωνίας με το φυσικό της περιβάλλον σε μια προσπάθεια εκμετάλλευσης του καθεστώτος εξαίρεσης που δημιουργήθηκε. Τα μέρη στα οποία διατηρούνται ακόμη ανέπαφοι οι οικολογικοί θησαυροί του νησιού γίνονται καθημερινά στόχος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών επιχειρηματιών και κυβερνώντων. Η μείωση των εδαφών της Κυπριακής Δημοκρατίας στην μετά το 1974 εποχή χρησιμοποιείται ακόμα σε διάφορα νεοφιλελεύθερα επιχειρήματα, τα οποία αποσκοπούν στην περαιτέρω ανάπτυξη. Ισχυρό παράδειγμα, άλλωστε, αποτελεί ο χαρακτηρισμός των περιοχών προστασίας της φύσης στα όρια της Κυπριακής Δημοκρατίας ως «δεύτερη κατοχή».   

Ξεκινώντας από τη διαίρεση του νησιού αυτή καθεαυτή, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι μετά το 1974 το νησί έχει μοιραστεί, με όρους πραγματικούς αλλά και φαντασιακούς. Το ένα μεγάλο οικοσύστημα έχει χωριστεί σε τέσσερα «οικόπεδα», από τα οποία το κάθε ένα από αυτά υπάγεται σε διαφορετική κυρίαρχία. Τα δύο μεγαλύτερα «οικόπεδα» βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία της ελληνοκυπριακής κυβέρνησης από τη μια και της τουρκοκυπριακής από την άλλη. Μια τρίτη κυριαρχία στο νησί αποτελούν οι Βρετανικές Βάσεις (στη Δεκέλεια και στο Ακρωτήρι), την πιο στρατιωτικοποιημένη μορφή ενός μεταποικιακού κατάλοιπου, και την τέταρτη μια αποκαλούμενη «ειρηνευτική δύναμη», η οποία, στην προσπάθειά της να σταματήσει τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963-64 και του 1974, δημιούργησε μια ζώνη που λειτούργησε από τη μια ως «εξουδετερωτής συγκρούσεων» και από την άλλη, (μέχρι το 2004 όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα) ως «no man's land». 

Το περιβάλλον, κάτι το οποίο αντιλαμβάνομαι ως μέρος των εν δυνάμει (οικολογικών) «Κοινών» (Commons) ολονών μας, χρησιμοποιείται διαρκώς ως μέσο για την εμπέδωση μιας εθνικής ταυτότητας και του ρόλου του «άλλου» ως εχθρού, ως βάρβαρου, ως καταστροφέα. «Κοινά» ονομάζονται οι συλλογικοί, φυσικοί και πολιτισμικοί πόροι που παράγουμε και / ή διαχειριζόμαστε από κοινού με συμμετοχικές πρακτικές. Το πιο σημαντικό στοιχείο, όμως, αυτών που ονομάζουμε «Κοινά» είναι η σύνδεσή τους με το φαντασιακό της κοινωνίας. Ο ιστορικός Peter Linebaugh το ονομάζει μια «πολιτιστική διαδικασία» (a cultural process), ο Stephan Meretz μια «κοινωνική διαδικασία« (social practise) και ο Tim Rayner μια «ψυχολογική μετάβαση» (psychological shift). Αυτό το φαντασιακό που δημιουργείται και ενδυναμώνει εν τέλει τις κοινωνικές σχέσεις και τη σχέση της κοινωνίας με το περιβάλλον της είναι η μετάβαση σε μια νέα τάξη πραγμάτων, όπου η νέα κοινότητα που δημιουργείται λειτουργεί μέσα σε ένα νέο πλαίσιο κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης.

Μιας και το άρθρο αυτό εστιάζει στο θέμα της κληρονομιάς είναι σημαντικό να αναφερθεί, αν και είναι ξεκάθαρο σε όλες και όλους εμάς που μεγαλώσαμε στο νησί, ότι το κυπριακό πρόβλημα αποτελεί την κοινή μας κληρονομιά, οποιοδήποτε και αν είναι το εθνοτικό κουτί στο οποίο μας κατατάσσουν. Το παρελθόν μάς έχει κληροδοτήσει με αναμνήσεις αλλά φυσικά και αφηγήσεις, οι οποίες έχουν εδραιώσει στην κάθε εθνοτική ομάδα συγκεκριμένες αντιλήψεις για τα αίτια και τις συνθήκες δημιουργίας του Κυπριακού. Η οικειοποίηση των οικολογικών μας «Κοινών», είτε μιλάμε για βουνά (δες Πενταδάκτυλος) είτε για τη θάλασσα (π.χ. της Κερύνειας), από εθνικιστικούς παροξυσμούς βάζουν φραγμούς σε πιθανές κοινές φαντασιακές δυναμικές και ενισχύουν την ηγεμονική ρητορική του διαχωρισμού. Τέτοιες ρητορικές, αποσκοπούν στο να ενδυναμώσουν την εικόνα του «άλλου» ως βάρβαρου, ως κατακτητή, ο οποίος βαραίνει τον «Πενταδάκτυλό μας» με τη σημαία του και θα πρέπει να «αποσειστεί», ενώ ταυτόχρονα επιρρίπτουν την ευθύνη σε μια κοινή μας θάλασσα, γιατί αυτή «τους [βαρβάρους] έφερε». Οι ρητορικές αυτές δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε την καταστροφή που καθημερινά κάνουν οι «βάρβαροι» εχθροί μας στον Πενταδάκτυλο, αλλά αποσιωπούν ή και πολλές φορές στηρίζουν τη λατόμευση σε εδάφη που ανήκουν στην άλλη (την τουρκο-κυπριακή) κοινότητα, όπως στην περίπτωση της Ανδρολύκου και στους Αγίους Ηλιόφωτους. Αναφέρω ενδεικτικά και επιγραμματικά δύο από μια σειρά τέτοιων πρακτικών, οι οποίες σαφώς αξίζουν μιας πιο ενδελεχούς ανάλυσης με όρους πολιτικής και οικονομικής θεωρίας. Από τη μια, μπορούμε να αντιληφθούμε τέτοιες πρακτικές με τη θεωρία του David Harvey ως «συσσώρευση μέσω αποστέρησης» (accummulation by dispossession), όπου μεγάλες ποσότητες πλούτου μπορούν να αποσπαστούν από οικονομικά ευαίσθητα στρώματα. Ταυτόχρονα, σ'αυτή την πρακτική, και ιδιαίτερα στις ακροδεξιές ρητορικές κωδικοποίησής της, μπορούμε να βρούμε στοιχεία της ναζιστικής ιδεολογίας «Αίμα και Γη» (Blood and Soil), η οποία αντιλαμβάνεται την εθνικότητα στη βάση δύο παραγόντων, τη «γραμμή αίματος» και τη γη.  

Συνοψίζοντας, 60 τόσα χρόνια συγκρούσεων εθνικιστικών ιδεολογιών και  42 χρόνια διαίρεσης του νησιού έχουν αφήσει ένα τεράστιο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, τόσο σε πραγματικό οικολογικό επίπεδο, όσο και στο φαντασιακό της κοινωνίας. Όταν ο Ivan Illich είπε στην ομιλία του «Silence is a Commons» («η σιωπή είναι Κοινό»), ότι «η περίφραξη των κοινών κηρύσσει την αρχή μιας νέας οικολογικής τάξης» ('the enclosure of the commons inaugurates a new ecological order') εννοούσε ότι η περίφραξη των Κοινών στην Αγγλία του 17ου-18ου αιώνα σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή στη στάση της κοινωνίας απέναντι στο περιβάλλον. Με ένα παρόμοιο τρόπο, το κυπριακό πρόβλημα έχει περιφράξει τις συνειδήσεις μας και αποτέλεσε ένα σημαντικό παράγοντα για τον οποίο το περιβάλλον (όπως άλλωστε και πολλά άλλα) μπήκε σε δεύτερη (και βάλε) μοίρα έναντι του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης που δημιουργήθηκε. Παρατηρούμε, όμως, τα τελευταία χρόνια να αναδύεται ένα άλλο φαντασιακό. Απέναντι σε τέτοιες κινήσεις μορφών εξουσίας, έχει ξεκινήσει και είναι υπό δημιουργία πια ένα είδος επαναδιεκδίκησης των Κοινών. Οι κοινοί αγώνες Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων για τον Ακάμα και την Καρπασία ξεπέρασαν τους εθνικούς φραγμούς. Πλέον, μέρος της κοινωνίας έχει αποφασίσει ότι η κληρονομιά που θέλει να αφήσει στις επόμενες γενιές, δεν είναι το «κοινό» κυπριακό πρόβλημα, αλλά την Καρπασία, τον Ακάμα, τον Πενταδάκτυλο, το Τρόοδος και άλλες τόσες φυσικές περιοχές της Κύπρου, ως την πραγματική Κοινή περιβαλλοντική κληρονομιά. Μέσα σ' αυτές τις προσπάθειες, η έννοια του Κοινού υπερβαίνει τα όρια του ανθρωποκεντρικού, του εθνοτικού, του ατομικού, για να συμπεριλάβει τόσο τα ανθρώπινα και τα μη-ανθρώπινα όντα. Εκεί που άλλοι θέλουν να βάλουν σφραγίδες σημαίων, αίματος ή και εμπορικών εκμεταλλεύσεων, ο αγώνας για την επαναδιεκδίκηση των Κοινών συνεχίζεται και καθώς προχωράμε προς τις δικές μας Ουτοπίες, θα δημιουργούμε μια άλλη Κύπρο, «Κοινή».