Επιπτώσεις του Κυπριακού Προβλήματος στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση και Αναχώρηση για ένα πιο ελπιδοφόρο (;) μέλλον


Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Πάφο, με μητέρα Καρπασίτισσα και πατέρα Παφίτη, η αλήθεια είναι ότι στο δημοτικό υπήρχε πάντα μια σύγχυση σχετικά με το τι έπρεπε να δηλώνω όταν με ρωτούσαν από πού είμαι. Τελικά κατέληξα να ανακοινώνω, «με καπάρτισμαν», ότι είμαι από το Ριζοκάρπασο, αλλά μένω προσωρινά στα Κούκλια, γιατί κατάλαβα ότι αυτό άρεσε στις δασκάλες μου, «έπιανα πόντους». Σιγά σιγά κατάλαβα ότι από κάπου το είχα ακούσει κι ότι κι άλλα παιδιά που είτε ζούσαν στο συνοικισμό είτε σε τουρκοκυπριακά σπίτια, όπως εγώ, ακολουθούσαν το ίδιο μοτίβο. Μετά βαρέθηκα να το λέω, αφού δεν ήταν πρωτότυπο κι έψαχνα να βρω άλλους τρόπους για να εντυπωσιάσω τις δασκάλες.

Τα διλήμματα που αντιμετωπίζουμε οι Ελληνοκύπριοι/ες σε σχέση με το κοινωνικο-πολιτικό μας ζήτημα μπορούν να θεωρηθούν κατασκευές ενός εκπαιδευτικού συστήματος που διαιωνίζει τα στερεότυπα και την εχθρότητα μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων του νησιού, Τουρκοκυπρίων και Ελληνοκυπρίων. Ο εθνικισμός και η δημιουργία αποκλειστικών ταυτοτήτων μέσα από τη διδασκαλία και εκμάθηση, κυρίως, της Ιστορίας, αναπαράγουν εχθρότητα και τον αποκλεισμό του «άλλου», της άλλης κοινότητας, των Τουρκοκυπρίων. Η Ιστορία κατέχει τον κύριο ρόλο στην κατασκευή ταυτοτήτων, κυρίως της εθνικής ταυτότητας αλλά, όταν τα θεμέλια αυτής ακριβώς της ταυτότητας προέρχονται από μία μόνο (προ)οπτική, αυτό μπορεί να οδηγήσει στον αποκλεισμό των άλλων και σε μια μονολιθική, άκαμπτη εθνική ταυτότητα που αποκλείει από την ιστορική αφήγηση και το χώρο το οτιδήποτε διαφορετικό. Ο εθνικισμός και οι διαχωριστικές γραμμές προωθήθηκαν, μεταξύ άλλων, μέσω των εκπαιδευτικών συστημάτων στην Κύπρο και, συγκεκριμένα, μέσα από τα αναλυτικά προγράμματα της ιστορίας και, στην ελληνοκυπριακή εκπαίδευση, μέσω και του διαχρονικού στόχου του «Δεν Ξεχνώ» που εισήχθηκε στα σχολεία για να ενισχυθεί η θέληση για αγώνα για την απελευθέρωση της κατεχόμενης πατρίδας.

Έτσι, το status quo εκδηλώνεται από την κυπριακή εκπαίδευση και αντικατοπτρίζεται σε αυτήν, έχοντας ως κυριότερες παθολογίες, εκτός από τα πιο πάνω, το διχαστικό της χαρακτήρα και τη διαιώνιση των επίσημων ιστορικών αφηγήσεων που οδηγούν σε περαιτέρω πόλωση, στην καλλιέργεια της μισαλλοδοξίας, της κουλτούρας της βίας και την αποτυχία αναγνώρισης της σημασίας των πολλαπλών μας ταυτοτήτων. Η έλλειψη καινοτόμων πρωτοβουλιών σε μεγάλη κλίμακα, με ξεκάθαρο προσανατολισμό και δράσεις προς μια εκπαίδευση απαλλαγμένη από περιθώρια και βία (προσωπική, θεσμική και δομική), έχει οδηγήσει με τη σειρά της στη δημιουργία ενός κλίματος παραίτησης ακόμη κι από εκπαιδευτικούς με υπόβαθρο και δράσεις που δεν εντάσσονται στα πλαίσια του εκπαιδευτικού «κανόνα» ή της «νόρμας». Ένα επιπλέον σημαντικό στοιχείο, το οποίο ελάχιστα έχει ληφθεί υπόψη από τα ενδιαφερόμενα μέρη στην εκπαίδευση, είναι το γεγονός ότι η Κύπρος καταλαμβάνει την έβδομη θέση στις πιο στρατιωτικοποιημένες περιοχές του κόσμου (Bonn International Center for Conversion, Διεθνής Δείκτης Στρατικοποίησης 2015). Υπάρχει ακόμα απουσία, στο σύνολό της, της Εκπαίδευσης για τον Αφοπλισμό και την Αποστρατικοποίηση, με τις συμβολικές αναπαραστάσεις της βίας να εκφράζονται επίσης στις σχολικές μονάδες μέσω παρελάσεων, εορτασμών εθνικών επετείων και πολεμικών παιχνιδιών.

Η ειρήνη γίνεται κατανοητή στο κυπριακό εκπαιδευτικό συγκείμενο μόνο σε σχέση με την Κύπρο, τις σχέσεις των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων και των λεγόμενων μητέρων πατρίδων. Η αλλαγή του κυρίαρχου αφηγήματος, όμως, δύναται να επέλθει με κατανόηση του γεγονότος ότι η ειρήνη αφορά επίσης την αντιμετώπιση των συνθηκών στις κοινωνικές δομές που δημιουργούν την κουλτούρα της βίας. Ανάμενα σε άλλες, αυτές είναι οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες και η άνιση κατανομή του πλούτου και των φυσικών πόρων, οι πατριαρχικές σχέσεις στην κοινωνία, την εκπαίδευση και την πολιτική ζωή και η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων λόγω της έλλειψης, σε αρκετά μεγάλο βαθμό, δημοκρατικής λήψης αποφάσεων και της μη συμμετοχής της κοινωνίας των πολιτών σε διαλεκτικές διαδικασίες για ζητήματα που την αφορούν. Μια θετική εξέλιξη προς μια πιο ελπιδοφόρα πορεία στα εκπαιδευτικά τεκταινόμενα στο νησί αποτελεί η σύσταση της δικοινοτικής τεχνικής επιτροπής για την Εκπαίδευση, με εντολή: α) να επανεξετάσει τις υφιστάμενες ερευνητικές και καλές πρακτικές στον τομέα της εκπαίδευσης στην Κύπρο και το εξωτερικό και να αναλάβει νέα σχετική έρευνα για το πώς η εκπαίδευση μπορεί να συμβάλει στη μετατροπή των συγκρούσεων, την ειρήνη, τη συμφιλίωση και την καταπολέμηση των προκαταλήψεων, των διακρίσεων, του ρατσισμού, της ξενοφοβίας και του εξτρεμισμού, β) να εργαστεί για το σχεδιασμό ενός αμοιβαία αποδεκτού μηχανισμού για την εφαρμογή των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης στα σχολεία των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων και την προώθηση των επαφών και της συνεργασίας μεταξύ των μαθητών/τριών και εκπαιδευτικών από τις δύο κοινότητες, και γ) να προτείνει επιλογές πολιτικής, στο βέλτιστο βαθμό, και πορεία δράσης που θα επιτρέψει το συντονισμό των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων, συμβάλλοντας έτσι σε μια βιώσιμη, αειφόρο και λειτουργική δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία. Πέραν τούτου, υπάρχουν μεμονωμένες προσπάθειες της κοινωνίας των πολιτών για την αποστρατικοποίηση και την Εκπαίδευση για έναν Πολιτισμό Ειρήνης. Ωστόσο, υπάρχει ανάγκη για πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας και για εξερεύνηση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης εκπαιδευτικών δράσεων.

Η σύσταση της επιτροπής δεν είναι πανάκεια για όλες τις παθολογίες των δύο εκπαιδευτικών συστημάτων στην Κύπρο. Η κοινωνία των πολιτών θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να αναγνωρίσει ότι η συμφιλίωση και η βιώσιμη ειρήνη είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο και χρειάζεται στρατηγικό σχεδιασμό. Μια προσέγγιση από κάτω προς τα πάνω είναι επίσης απαραίτητη σε μια στιγμή που η λύση έρχεται από πάνω προς τα κάτω, ενώ οι εκπαιδευτικοί πρέπει να αισθάνονται ότι κατέχουν την εκπαιδευτική διαδικασία και να νιώθουν σίγουροι/ες για τις δεξιότητες και την ικανότητά τους να διδάξουν την ειρήνη. Οι εκπαιδευτικοί που είναι ήδη θετικά προσκείμενες/οι προς τη συμφιλίωση θα πρέπει να οδηγήσουν τη διαδικασία μέσω της συμμετοχής τους στη διαδικασία λήψης αποφάσεων για τα θέματα που τις/τους αφορούν. Προηγούμενες προσπάθειες για να εισαχθούν ζητήματα ειρήνης και συμφιλίωσης στο αναλυτικό πρόγραμμα της ελληνοκυπριακής κοινότητας υλοποιήθηκαν μόνο σε λίγες αίθουσες διδασκαλίας. Την ίδια στιγμή, μια Παιδαγωγική της Κριτικής Συνειδητοποίησης (Pedagogy of Conscientization, Paulo Freire) είναι απαραίτητη για την ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών ώστε να αναλάβουν δράση για αλλαγή στάσεων και κατασκευή των θεμελίων για την αλλαγή νοοτροπίας. Περαιτέρω, η εισαγωγή μιας Παιδαγωγικής της Ελπίδας θα αναδείξει την ανάγκη για το μετασχηματισμό τηε ελπίδας σε δράση.

Σε περίπτωση λύσης, η κατασκευή ενός πλαισίου για τις επαφές και ενός μηχανισμού συντονισμού σε ομοσπονδιακό επίπεδο απαιτείται για:

  • Συντονισμό της κατάρτισης των εκπαιδευτικών, τόσο μονοκοινοτικά, αλλά και μεταξύ των δύο κοινοτήτων.

  • Παροχή ευκαιριών ανάπτυξης δεξιοτήτων για επιθεωρητές/τριες, διευθυντές/τριες σχολείων και εκπαιδευτικούς σε θέματα Εκπαίδευσης για έναν Πολιτισμό Ειρήνης μέσα από μια ολιστική προσέγγιση (που θα λαμβάνει υπόψην ότι η ειρήνη δεν είναι μόνο η απουσία του πολέμου, αλλά και ο αντιρατσισμός, τα ανθρώπινα δικαώματα, η ισότητα των φύλων, η κοινωνική δικαιοσύνη και η συμπόνια, η περιβαλλοντική αειφορία, η εσωτερική ειρήνη και ο διαθρησκευτικός διάλογος και η αποστρατικοποίηση).

  • Υποβοήθηση της αποκέντρωσης των δράσεων για την Εκπαίδευση για την Ειρήνη.

  • Συντονισμό αλλαγών στα εκπαιδευτικά προγράμματα και παρεμβάσεις για σκοπούς εναρμόνισης των εκπαιδευτικών συστημάτων.

  • Κατανομή του χώρου και του χρόνου μέσα στα αναλυτικά προγράμματα για την υλοποίηση κοινών δράσεων με αντίκτυπο στην κοινότητα.

  • Καθιέρωση καινοτόμων συνεργιών (π.χ. με τοπικές αρχές, γονείς και μαθητικές παρατάξεις, την ακαδημαϊκή κοινότητα κτλ.).

Η ιδέα μεικτών σχολείων, βασισμένων στις αρχές της Εκπαίδευσης για έναν Πολιτισμό της Ειρήνης, θα πρέπει επίσης να προωθηθεί, ώστε να αποτελέσουν όχημα για την επίτευξη των εκπαιδευτικών και κοινωνικών αλλαγών που θα συμβάλουν στην οικοδόμηση ενός καλύτερου κόσμου για τις μελλοντικές γενιές στην Κύπρο μέσω της ολιστικής ανάπτυξης των μαθητών/τριών, των γονέων και της τοπικής κοινωνίας. Η υλοποίηση αυτού του οράματος θα μπορούσε να αρχίσει σε πιλοτική και εθελοντική βάση, τόσο για στρατηγικούς όσο και για πρακτικούς λόγους (χρηματοδότηση, επιμόρφωση εκπαιδευτικών). Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία ενός τέτοιου εγχειρήματος είναι να βασίζεται στις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας, της ενδυνάμωσης των εκπαιδευτικών και των τοπικών κοινωνιών, της συμμετοχής και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Η κοινωνία των πολιτών στην Κύπρο αντιμετωπίζει μεγάλες προκλήσεις στην προσπάθεια για καλλιέργεια ενός Πολιτισμού Ειρήνης, δεδομένου ότι οι κύριοι παράγοντες της αλλαγής συνεχίζουν να διαιωνίζουν μια κουλτούρα της βίας. Η εκπαίδευση είναι το εργαλείο που θα εξασφαλίσει ότι η ειρήνη μπορεί να καλλιεργηθεί και να διατηρηθεί, και ότι η πραγματική κοινωνική αλλαγή μπορεί να επιτευχθεί μέσω μετασχηματισμού των εκπαιδευτικών συστημάτων σε όλο το νησί. Όσο δύσκολο και να φαίνεται όμως, η επιλογή της Εκπαίδευσης για την Ειρήνη είναι μονόδρομος. Όπως το θέτει κι ο Colman McCarthy, «Αν δε διδάξουμε την ειρήνη στα παιδιά μας, κάποιος άλλος θα τους διδάξει τη βία».