Aναζητώντας πληροφορίες στο internet σε σχέση με τις συνθήκες κράτησης στις κεντρικές φυλακές της Λευκωσίας, κανείς ενημερώνεται για μια σειρά τραγικών γεγονότων που λαμβάνουν χώρα το τελευταίο διάστημα στα κατά τα άλλα σωφρονιστικά ιδρύματα της σύγχρονης κυπριακής δημοκρατίας. Από τους οργανωμένους βιασμούς νεαρών κρατουμένων μέχρι το πρόσφατο, πέμπτο κατά σειράν, περιστατικό αυτοχειρίας στις κεντρικές φυλακές, το κλίμα φαντάζει μάλλον δυσοίωνο, ιδιαίτερα αν αναλογιστούμε την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος από πλευράς πολιτείας για καλυτέρευση των συνθηκών κράτησης των φυλακισμένων. Η επίτροπος διοικήσεως σε πρόσφατη της δήλωση αναφέρει ότι οι σχετικές με το θέμα υποδείξεις που γίνονται από το 2011 μέχρι σήμερα πέφτουν στην πλειονότητα τους στο κενό αφήνοντας λίγες πιθανότητες για ουσιαστικές αλλαγές στο σωφρονιστικό σύστημα.
Αφού η ιστορία αυτού του τόπου μας διδάσκει πως οτιδήποτε δεν «θορυβεί» δεν είναι άξιον αναφοράς άρα και διερεύνησης, και αφού χρειάζεται να χαθούν ανθρώπινες ζωές για να συγκινηθούμε και ενδεχομένως να αντιδράσουμε, τα τελευταία γεγονότα ας σταθούν αφορμή έτσι που να προσεγγίσουμε το ζήτημα του εγκλεισμού από μια άλλη, πιο ανθρώπινη διάσταση που έχει να κάνει με τις πραγματικές συνθήκες κράτησης και διαβίωσης των εγκλείστων συνανθρώπων μας. Η μη δυνατότητα μας ως κοινωνία να αποτρέψουμε τα χειρότερα που συνέβησαν στις κεντρικές φυλακές σχετίζεται με μια σειρά από λόγους, ένας από τους οποίους έχει να κάνει με την ανυπαρξία στοιχειώδους επικοινωνίας μεταξύ των εγκλείστων και του έξω κόσμου και γνωστοποίησης των προβλημάτων και των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα τους. Κατ’επέκταση η ανυπαρξία κάποιας κινηματικής πρωτοβουλίας ή ομάδας που να ασχολείται με τις συνθήκες κράτησης σε κρατητήρια και φυλακές, αποτρέπει την δυνατότητα ουσιαστικής παρέμβασης σε περιπτώσεις καταπάτησης των στοιχειωδών δικαιωμάτων των κρατουμένων.
Το καθεστώς εγκλεισμού στην φυλακή σύμφωνα με τον νόμο συνεπάγεται την στέρηση της ατομικής ελευθερίας, σε καμία περίπτωση όμως την ηθική και φυσική εξόντωση κάποιου. Ούτε και ο «εγκλεισμός» κάποιου σε σωφρονιστικό ίδρυμα δύναται να τον μεταλλάξει απαραίτητα σε κατά δύναμιν παραβατικό χαρακτήρα, αν και αυτή η εξέλιξη παρατηρείται συχνά σε περιπτώσεις κρατουμένων που η εμπειρία τους στις φυλακές τους καθιστά τρωτούς στο να εγκληματήσουν με κάποιο τρόπο στο άμεσο μέλλον.
Ο διαχωρισμός των φυλακισμένων σε έθνη και φυλές σε μικρές και μεγάλες ποινές, σε προνομιακής μεταχείρισης από την ηγεσία των φυλακών κρατουμένους και αντιπαθούντες σε αυτή δημιουργεί ένα κλίμα έχθρας και σύγκρουσης μεταξύ τους. Από την άλλη η πρόσμιξη των φυλακισμένων, η συνύπαρξη δηλαδή ελαφροποινιτών και βαρυποινιτών, ανθρώπων που διαβιούν στο ίδιο κελί κατηγορούμενοι για διαφορετικής φύσης αδικήματα αναδεικνύει και πάλι προβλήματα που αφορούν την διαβίωση και συμβίωση των φυλακισμένων. Τόσο στην πρώτη όσο και στην δεύτερη περίπτωση αναδεικνύεται ένα σημαντικό ζήτημα που έχει να κάνει με την σύνθεση του πληθυσμού που κατοικεί στις φυλακές και πως αυτός ο κόσμος θα μπορούσε να διεκδικήσει τα δικαιώματα του είτε ατομικά είτε συλλογικά ερχόμενος σε επαφή με τον έξω κόσμο και αν αυτός με την σειρά του θα ηταν σε θέση να τον ακούσει και να τον βοηθήσει.
Εάν σκεφτούμε δε ότι το 60% των κρατουμένων στις κεντρικές φυλακές είναι αλλοδαποί, πολλοί από αυτούς μετανάστες ‘χωρίς χαρτιά’ από χώρες της Ασίας και της Αφρικής που δεν γνωρίζουν όχι μόνο την γλώσσα αλλά και τον λόγο που βρίσκονται στην φυλακή τότε το ζήτημα αποκτά μια ξεχωριστή διάσταση. Το πρόβλημα του υπερπληθυσμού που παρατηρείται στις κεντρικές φυλακές είναι χρόνια τώρα γνωστό, ωστόσο οι αρχές αρνούνται να λάβουν ουσιαστικές αποφάσεις που θα συντείνουν στην αποσυμφόρηση του ιδρύματος. Αρκούνται στις εύκολες και γρήγορες λύσεις όπως η απονομή χάριτος σε φυλακισμένους για χάριν της ομαλότερης τακτοποίησης του ζητήματος αφήνοντας επί της ουσίας το ζήτημα να εκκρεμεί. Επιπλέον η απουσία μεταφραστών εντός των φυλακών οι οποίοι θα βοηθούσαν στην καλύτερη συνεννόηση μεταξύ ξενόγλωσσων κρατουμένων και Αρχών, αναδεικνύει το ζήτημα της «υπο-στελέχωσης του προσωπικού των φυλακών» που μαζί με άλλα πολλά διοικητικά θέματα απασχολούν για χρόνια τώρα την διεύθυνση των φυλακών.
Λέγεται πως ο πολιτισμός μιας κοινωνίας μπορεί να «μετρηθεί» από το πώς αντιμετωπίζει τις «ιδιαίτερες» ομάδες του πληθυσμού της. Εάν αδυνατούμε εμείς σαν κοινωνία να αφουγκραστούμε τις «κραυγές μέσα απ’τα κελιά» είναι γιατί ουδέποτε ενσκήψαμε στο ζήτημα του εγκλεισμού με πραγματικό ενδιαφέρον και κατανόηση. Είναι γιατί συνηθίσαμε στην ιδέα ότι ουδέποτε εμείς θα βρεθούμε στην δεινή θέση να μας στερήσουν την ελευθερία μας. Είναι γιατί όλα αυτά συμβαίνουν σ’ ένα κόσμο παράλληλο μακριά από εμάς που δεν μας αφορά έως την στιγμή που ο νόμος θα μας κτυπήσει την πόρτα. Είναι γιατί η έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας στα μυαλά των ιθυνόντων μεταφράζεται σε περισσότερη «επιτήρηση και τιμωρία», σε αύξηση των κατασταλτικών μέτρων, σε εντατικοποίηση των βασανισμών. Σε περισσότερους δηλαδή θανάτους και βιασμούς…