Διαστάσεις ανδρισμού: ηγεμονική αρρενωπότητα


Το άρθρο αυτό αποτελεί μέρος μιας μελέτης η οποία έγινε στα πλαίσιο του μαθήματος «Φύλο και εκπαίδευση» στο Πανεπιστήμιο Κύπρου το 2016

Η διαίρεση των ανθρώπινων όντων με βάση το φύλο, η επιβολή του ανδρικού στοιχείου έναντι του γυναικείου στα πολλά επίπεδα της κοινωνικής ζωής, αλλά και η εκδήλωση ομοφοβικών τάσεων απέναντι σε άτομα που δεν εμπίπτουν στις δύο έμφυλες κατηγορίες (ΛΟΑΤ), αποτελούν ζητήματα που σήμερα απασχολούν το σύνολο των ανθρωπιστικών σπουδών αλλά και τα κοινωνικά κινήματα. Η παραγωγή μεγάλου όγκου θεωρίας σε σχέση με το κοινωνικό φύλο σε συνδυασμό με τα διάφορα πρακτικά εγχειρήματα που προτάσσουν την έμφυλη ανασυγκρότηση, αναδεικνύουν μια τάση αμφισβήτησης των δεδομένων έμφυλων νορμών. Από την άλλη, ο λόγος περί βιολογίας και αναγωγής των κοινωνικών φαινομένων στη βάση των ανατομικών διαφορών που υπάρχουν μεταξύ άνδρα και γυναίκας φαίνεται να είναι ο επικρατέστερος και ο πιο αυτονόητος (Γιαννακόπουλος, 2003).

Προσδιορίζουμε τον όρο «ηγεμονική αρρενωπότητα» (hegemonic masculinity) ως την πιο σύγχρονη μορφή ανδρισμού που προσιδιάζει στα σημερινά οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα. Παρακάτω θα εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας επηρεάζει και προσδιορίζει τη δημιουργία ομοφοβικού κλίματος.

Η έννοια της αρρενωπότητας, δεν είναι σταθερή και αμετακίνητη στον χώρο και στον χρόνο αλλά διαμορφώνεται στο εκάστοτε ιστορικό, πολιτισμικό και κοινωνικό πλαίσιο. Σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πλαίσιο προβάλλεται η έννοια του πατριώτη ήρωα, σε ένα άλλο του ακέραιου οικογενειάρχη, ενώ σε κάποιο άλλο του επιτυχημένου οικονομικά ατόμου. Σύμφωνα με την Connell (1996), υπάρχουν πολλαπλά μοντέλα αρρενωπότητας και διαφορετικοί τρόποι επιτέλεσης αυτής, τα οποία βρίσκονται σε άμεση συνάρτηση με την κοινωνικοοικονομική-ταξική θέση του ατόμου. Διαφορετικά αντιλαμβάνεται την αρρενωπότητα ένα άτομο της εργατικής τάξης και διαφορετικά ένας πλούσιος αστός. Ο εργάτης βιοπαλαιστής που στηρίζεται στη σωματική του δύναμη και μοχθεί για την διεκπεραίωση της εργασίας του από την μια μεριά και ο ευκατάστατος επιχειρηματίας που κλείνει συμφωνίες για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του από την άλλη, εκφράζουν διαφορετικά είδη αρρενωπότητας. Ωστόσο το κάθε μοντέλο αρρενωπότητας δεν είναι απόλυτα ταυτισμένο με την κοινωνική θέση της ομάδας από την οποία προέρχεται. Μπορεί δηλαδή ο εργάτης να ενσωματώνει το μοντέλο της αρρενωπότητας του πλούσιου αστού, αγοράζοντας για παράδειγμα ένα ακριβό αυτοκίνητο ως επίδειξη πλούτου και ισχύος, ενώ ο πλούσιος επιχειρηματίας με τη σειρά του να ενσωματώνει το μοντέλο της αρρενωπότητας που προβάλλει την αξία της σωματικής ρώμης και του δυναμικού χαρακτήρα.

Με αυτή την έννοια λοιπόν η αρρενωπότητα είναι ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο νόημα, το οποίο είναι ανοικτό σε αλλαγές και διαφορετικές νοηματοδοτήσεις. Ο τύπος της αρρενωπότητας που είναι πολιτισμικά κυρίαρχος σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό και ιστορικό πλαίσιο ονομάζεται σύμφωνα με τον Kimmel «ηγεμονική αρρενωπότητα». Ο όρος «ηγεμονική» υποδηλώνει μια θέση προτεραιότητας σε σχέση με τις άλλες αρρενωπότητες που όμως μπορεί να συνυπάρχουν με αυτή. Υποδηλώνει επίσης μια θέση εξουσίας έναντι των άλλων μορφών αρρενωπότητας οι οποίες δεν είναι στον ίδιο βαθμό ορατές και κυρίαρχες.

Η «ηγεμονική αρρενωπότητα» όμως είναι ηγεμονική όχι μόνο σε σχέση με τις άλλες αρρενωπότητες, αλλά και σε σχέση με τη διάκριση των φύλων. Αποτελεί με λίγα λόγια έκφραση της ανδρικής κυριαρχίας απέναντι στις γυναίκες. Γίνεται με αυτό τον τρόπο ο κοινός συνδετικός κρίκος που ενώνει τους άνδρες και ενισχύει την προνομιακή τους θέση εναντίον των γυναικών. Θα πρέπει όμως εδώ να πούμε, όπως πολύ σωστά αναφέρει ο Kimmel, ότι η ηγεμονική αρρενωπότητα δεν έχει μόνο ως αποδέκτη τις γυναίκες αλλά και άλλες ομάδες ανδρών. Αυτές οι ομάδες ανδρών μπορεί να έχουν ποικίλους σεξουαλικούς προσανατολισμούς και να είναι είτε ετεροφυλόφιλοι είτε να ανήκουν στην διευρυμένη ομάδα των ΛΟΑΤ ατόμων.

Η έννοια της αρρενωπότητας καθίσταται ηγεμονική μέσα από την αναγνώριση και εγκαθίδρυσή της από τους κυρίαρχους θεσμούς, όπως είναι το σχολείο, ο στρατός, ο αθλητισμός, οι οργανισμοί, τα ιδρύματα και οι κυβερνήσεις. Μ΄ αυτό τον τρόπο ο κρατικός μηχανισμός στελεχώνεται κυρίως από άνδρες. Στον αθλητισμό βλέπουμε να προβάλλεται ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό μοντέλο αρρενωπότητας, ενώ στον εργασιακό τομέα οι άνδρες έχουν υψηλότερες ετήσιες απολαβές σε σχέση με τις γυναίκες. Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι τα ΛΟΑΤ άτομα αντιμετωπίζουν διακρίσεις στον εργασιακό χώρο τόσο με τον αποκλεισμό τους από θέσεις εργασίας όσο και μέσω της άσχημης μεταχείρισης που βιώνουν. Σύμφωνα με την Connell (2006), η πλειονότητα των ομοφυλόφιλων ανδρών δεν τυγχάνουν του ανάλογου σεβασμού στον εργασιακό τομέα και αποκλείονται από θέσεις εξουσίας (key positions) σε σχέση με τους άνδρες που εκφράζουν τις ηγεμονικές μορφές αρρενωπότητας.

Ο Kimmel, θέλοντας να κάνει το πρότυπο της ηγεμονικής αρρενωπότητας πιο συγκεκριμένο, το εξετάζει μέσα από τρία διακριτά είδη αρρενωπότητας τα οποία εμφανίζονται στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ο ηρωικός τεχνίτης (heroic artisan) αποτελεί το πρότυπο του δυνατού και ανεξάρτητου άνδρα, ο οποίος στηριγμένος στις δικές του δυνάμεις καταφέρνει να ορθοποδήσει και να επιτύχει επαγγελματικά. Είναι αφοσιωμένος πατέρας που μεταλαμπαδεύει τις γνώσεις του και το επάγγελμά του στους γιους του. Παράλληλα, ως πολίτης συμμετέχει στις δημοκρατικές διαδικασίες της κοινότητάς του διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στα πολιτικά γενόμενα της εποχής του.

Ο ευγενικός πατριάρχης (genteel patriarch) είναι ο γαιοκτήμονας που επιτηρεί τις κτήσεις του, ευγενικός και εκλεπτυσμένος, αφοσιωμένος πατέρας που αφιερώνει χρόνο στην οικογένειά του. Είναι μορφωμένος, έχει δύναμη και ασκεί επιρροή στο περιβάλλον του. Ασκεί την ιδιότητα του πολίτη με αφοσίωση και ενδιαφέρεται για τη διατήρηση της δημοκρατίας, της τάξης και της ευημερίας στην κοινότητά του.

Ο ευγενικός πατριάρχης και ο ηρωικός τεχνίτης, σύμφωνα με τον Kimmel, έζησαν μεταξύ τους αρμονικά καθότι μοιράζονταν κοινά ενδιαφέροντα και αλληλοσυμπληρώνονταν όσον αφορά το ενδιαφέρον που επιδείκνυαν για τη συμμετοχή τους στα κοινά. Και οι δύο όμως έτειναν να υποστηρίζουν αυταρχικά καθεστώτα καθώς και τον θεσμό της δουλείας.

Η τρίτη μορφή αρρενωπότητας η οποία στέκεται ριζοσπαστικά διαφορετική σε σχέση με τις δύο προηγούμενες, είναι αυτή του άνδρα της αγοράς (market place man), η οποία εμφανίστηκε γύρω στο 1830. Ο άνδρας της αγοράς έλκει την καταγωγή του καθαρά από την καταξίωσή του στην καπιταλιστική αγορά και από την ικανότητά του να παράγει πλούτο, να συγκεντρώνει στα χέρια του δύναμη και να έχει κύρος. Σε αντίθεση με τους δύο προηγούμενους τύπους αρρενωπότητας ο άνδρας της αγοράς παρουσιάζεται λιγότερο αφοσιωμένος στα παιδιά του. Αφοσιώνεται κατά κύριο λόγο στη δουλειά του σε ένα εργασιακό περιβάλλον που πλαισιώνεται στον μεγαλύτερο βαθμό από άνδρες και στο οποίο αναπτύσσεται ένα ανταγωνιστικό κλίμα.

Ο άνδρας της αγοράς, σύμφωνα με τον Kimmel, είναι ο κατεξοχήν εκφραστής του καπιταλισμού, ο οποίος καθιστά την έννοια της ελευθερίας και της ισότητας προβληματικές ξεπερνώντας τις αρχές και τις αξίες που μέχρι πρότινος εξέφραζε ο ευγενικός πατριάρχης αλλά και αυτές που εξέφραζε ο ηρωικός τεχνίτης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Kimmel (1994), ο άνδρας της αγοράς «…χρειαζόταν αποδείξεις και αυτό απαιτούσε την απόκτηση υλικών αγαθών ως απτή απόδειξη της επιτυχίας του»(σ.62). Επανανοηματοδοτεί την ύπαρξή του μέσα από τον αποκλεισμό συγκεκριμένων ομάδων όπως οι γυναίκες, ο μη γηγενής πληθυσμός και οι ομοφυλόφιλοι, ακριβώς για να καταφέρει να καταξιωθεί σε ένα ομοκοινωνικό περιβάλλον μέσα από τη σύγκρισή του με άλλους άνδρες.

Σύμφωνα με την Connell, οι έμφυλες ανισότητες εκφράζονται σε σχέση με την έλλειψη πόρων, δικαιωμάτων και προνομίων για τις γυναίκες σε σχέση με εκείνα που είναι σε θέση να απολαμβάνουν οι άνδρες. Αυτή η πλεονεκτική θέση των ανδρών έναντι των γυναικών είναι αποτέλεσμα της συνήθειας να ορίζονται οι γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Αν αντιστρέψουμε την εξίσωση, θα δούμε ότι το μέσο εισόδημα των ανδρών παγκοσμίως είναι το 179% του εισοδήματος των γυναικών και αυτό το πλεόνασμα η Connell το ονομάζει πατριαρχικό μέρισμα.

Το πατριαρχικό μέρισμα αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τη διατήρηση των άνισων έμφυλων σχέσεων. Δεν αφορά μόνο τα χρηματικά οφέλη αλλά σχετίζεται με μια σειρά από άλλους παράγοντες και οφέλη όπως ο διαμοιρασμός της εξουσίας, η ασφάλεια, η πρόσβαση στις υπηρεσίες, η κατοικία και γενικότερα ο έλεγχος της ζωής του ατόμου. Αυτό είναι το όφελος που αποκομίζουν οι άνδρες ως ομάδα απέναντι στις γυναίκες ως ομάδα και αυτό σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύει μεμονωμένα άτομα. Κατ’ επέκταση το μέρισμα αυτό αυξομειώνεται ανάλογα με το επίπεδο επίτευξης της ισότητας των φύλων.

Ανεξάρτητα από τον βαθμό αυξομείωσης του πατριαρχικού μερίσματος όμως, η «ηγεμονική αρρενωπότητα» παραμένει αποφασιστικός παράγοντας που επηρεάζει όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής. Σχετίζεται με τη διαπροσωπική βία, διαπλέκεται με την κρατική εξουσία και την δύναμη των επιχειρήσεων, προκαλώντας αλυσιδωτές επιπτώσεις τόσο σε ζητήματα που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις όσο και στην άνιση κατανομή πλούτου. Με αυτό τον τρόπο η έννοια της ηγεμονικής αρρενωπότητας συνιστά ένα πολιτικό ζήτημα.

Επιτελέσεις αρρενωπότητας στον σχολικό χώρο

Ο χώρος της εκπαίδευσης είναι ένα πεδίο καθοριστικής σημασίας όσον αφορά την διαμόρφωση αντιλήψεων, πεποιθήσεων, στάσεων και κοινωνικών σχέσεων. Η ομοφοβία φαίνεται ότι καταλαμβάνει ένα σημαντικό ρόλο στη σχολική ζωή και εκφράζεται μέσα από ποικίλες επιτελέσεις, όπως η ετεροφυλοφιλική κατασκευή της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας ως αντίθετα, η έμφαση στην έλξη μεταξύ αγοριών και κοριτσιών, καθώς και η διαφορετική κατανομή ρόλων με βάση το φύλο. Η ομοφυλοφιλική εμπειρία και συμπεριφορά αποκλείεται τόσο από το σχολικό περιβάλλον όσο και από τα επίσημα αναλυτικά προγράμματα. Πολλές φορές τα ΛΟΑΤ άτομα (μαθητές-μαθήτριες) βιώνουν μια εχθρική συμπεριφορά τόσο από την ομάδα των συνομήλικών τους όσο και από το εκπαιδευτικό προσωπικό. H ιδεολογία της διαφοράς των φύλων και η επιβολή της ετεροκανονικότητας δημιουργούν τις συνθήκες αποκλεισμού αυτών των ατόμων και την ταυτοποίησή τους ως μη κανονικά.

Αυτή η αέναη προσπάθεια εγκαθίδρυσης της ανδρικής κυριαρχίας μέσα από εκφράσεις αρρενωπότητας είναι εμφανής σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής. Ο Bourdieu κάνει λόγο για την έμφυλη (habitus sexué) και εμφυλοποιούσα έξη (habitus sexuant). Με τον όρο habitus αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο το σώμα διαμορφώνεται εντός ενός συγκεκριμένου κοινωνικού-πολιτισμικού πλαισίου. Το habitus είναι η προσωπική ιστορία του ατόμου, η οποία εγγράφεται στο σώμα ως κοινωνική και παραγωγική οντότητα. Είναι ένα σύστημα από προδιαθέσεις και στάσεις βάσει των οποίων τα άτομα ενσωματώνουν συγκεκριμένους τρόπους συμπεριφοράς.

Πως η σωματοποίηση των έμφυλων έξεων(habitus) βρίσκει έδαφος στον σχολικό χώρο. Ο τρόπος με τον οποίο ένα άτομο βαδίζει μέσα στο σχολικό χώρο, συνομιλεί με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές του όσο και με τους δασκάλους του, χρησιμοποιεί συγκεκριμένες κινήσεις έκφρασης, κινεί τα χέρια του, στρέφει το βλέμμα του, εκδηλώνει τα συναισθήματά του, χαμογελάει ή λυπάται, όλα αυτά αποτελούν χαρακτηριστικές επιτελέσεις της έμφυλης και εμφυλοποιούσας έξης. Σε αυτό το σημείο μπορούμε να κάνουμε σύνδεση της έμφυλης σωματοποίησης (habitus), που μόλις αναφέραμε, με την θεωρία της επιτελεστικότητας (performativity) που σκιαγραφεί η Judith Butler. Σύμφωνα με αυτή, οι επιτελεστικές λειτουργίες που δύναται να εφαρμόσει το άτομο στην ουσία παράγουν αυτό που διατείνονται ότι φέρουν ως ταυτότητα (Butler, 1993). Με αυτό τον τρόπο τα αγόρια επιτελούν το φύλο τους και τα κορίτσια το δικό τους, σωματοποιώντας κάθε τους ενέργεια με τρόπο που να ανταποκρίνεται στην αντίστοιχη επιτέλεση.

Στην περίπτωση για παράδειγμα που τα αγόρια δεν επιτελούν το φύλο τους σύμφωνα με τα πρότυπα της ηγεμονικής αρρενωπότητας, τότε μπορεί να εμφανιστούν ακραίες εκδηλώσεις ομοφοβικής συμπεριφοράς. Ένα πρόσφατο γεγονός που αναδεικνύει το παραπάνω είναι η εκδήλωση ακραίας μορφής επιθετικότητας και βίας εναντίoν του φοιτητή Βαγγέλη Γιακουμάκη στην Ελλάδα το 2015. Ο φοιτητής παρακολουθούσε το πρόγραμμα της Γαλακτοκομικής Σχολής Ιωαννίνων, στην οποία η πλειοψηφία του φοιτητικού πληθυσμού είναι άνδρες προερχόμενοι από αγροτικές οικογένειες. Ο ίδιος υπήρξε θύμα διαρκούς εκφοβισμού και βασανισμού από τους συμφοιτητές του οι οποίοι τον οδήγησαν τελικά στον θάνατο.

Το σύνθημα που εμφανίστηκε σε τοίχους στα Ιωάννινα «δολοφονημένος από λεβέντες» δίπλα από την εικόνα που απεικόνιζε το πρόσωπο του Γιακουμάκη, καταδεικνύει το μοντέλο της αρρενωπότητας που έφεραν οι θύτες και το οποίο είχε αποτύχει κατ’ αυτούς ο ίδιος να ενσωματώσει. Η λέξη «λεβέντες», που έχει χρησιμοποιηθεί στο σύνθημα, αντιπροσωπεύει το μοντέλο της ηγεμονικής αρρενωπότητας το οποίο επικρατούσε στον κύκλο των συμφοιτητών του. Σε μια άλλη διάσταση η χρήση της λέξης «λεβέντης» μας παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο αποκαλούν συνήθως οι γονείς τα αγόρια τους, για να υπερτονίσουν την αρρενωπότητά τους αποκλείοντας έτσι οποιαδήποτε υπόνοια θηλυκότητας. Το να είσαι άνδρας σημαίνει σε κάθε περίπτωση να μην είσαι γυναίκα και να ανταποκρίνεσαι στις επιτελεστικές απαιτήσεις του φύλου σου.

Μια απτή απόδειξη ηγεμονικού λόγου παρατηρούμε να εκδηλώνεται μέσα από δημόσιες ομιλίες μίσους, όπως η πρόσφατη ομιλία του αρχιεπισκόπου Κύπρου, η οποία είχε έντονα χαρακτηριστικά ομοφοβικού λόγου και μίσους. Ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος σε δημόσια συνέντευξή του καταφέρθηκε εναντίον των ομοφυλόφιλων ατόμων χρησιμοποιώντας ακραίες εκφράσεις όπως «παρά φύσιν» άτομα. Υποστηρίζει ότι η ομοφυλοφιλία είναι μια εκτροπή, μια ανωμαλία, μια αμαρτία που μπορεί να καταπολεμηθεί μέσα από ένα ορθά δομημένο εκπαιδευτικό σύστημα. Για τον λόγο αυτό προαναγγέλλει τα σχέδια της εκκλησίας για την ανέγερση σχολικών μονάδων στις οποίες θα δίνεται μια υποδειγματική εκπαίδευση με ορθές κατευθύνσεις στους μαθητές. Αναγνωρίζουμε εδώ στον Λόγο του αρχιεπισκόπου, την αντίληψη ότι κάθε παρέκκλιση από τις δίπολες στερεοτυπικές «κανονικότητες» δημιουργεί εχθρότητα, αποκλεισμό και ομοφοβία. Τίθεται επομένως το ερώτημα: Ποιο χαρακτήρα μπορεί να έχει η εκπαίδευση αν μας ενδιαφέρει μια ευρύτερη αλλαγή νοοτροπίας, πεποιθήσεων, αντιλήψεων και στάσεων σε σχέση με τις έμφυλες διακρίσεις;

Αναγνωρίσαμε μια πολιτική διάσταση του ζητήματος της ομοφοβίας στο προηγούμενο κεφάλαιο η οποία έγκειται στον καταλυτικό ρόλο που έχει διαδραματίσει η έννοια της «ηγεμονικής αρρενωπότητας» τόσο στην διαμόρφωση της διάκρισης των φύλων όσο και στην ιδέα της αντι-θηλυκότητας ως προϋπόθεσης του ανδρισμού. Η ηγεμονική αρρενωπότητα είναι διάχυτη σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής και συντηρείται και προωθείται και από τους θεσμούς του κράτους επομένως και μέσα από το σχολείο.

Προτείνουμε την προώθηση μιας πολιτικής παιδείας η οποία θα διαπερνά το σύνολο της εκπαίδευσης και θα προσεγγίζει το «φύλο» ως κοινωνικό ζήτημα, που συνδέεται με μια σειρά από άλλα κοινωνικά ζητήματ,α όπως οι κοινωνικές ανισότητες, ο κοινωνικός αποκλεισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η δικαιοσύνη και ο ρατσισμός. Λαμβάνοντας υπόψη τις παρούσες κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες η εκπαίδευση για το φύλο δεν θα αποτελεί ένα αυτοτελές και αποσπασματικό κομμάτι της εκπαίδευσης, αλλά θα διατρέχει το σύνολο της, έτσι ώστε οι μαθητές και οι μαθήτριες να διερευνούν κριτικά όλα αυτά τα ζητήματα και να έχουν μια πιο συνειδητοποιημένη στάση. Καθώς όπως είδαμε οι αρρενωπότητες ποικίλουν, όσον αφορά τα ζητήματα του φύλου, οι υπάρχοντες θεσμοί (και δη το σχολείο) όπως και τα σώματα έχουν σημασία.

  • Πρόσφατα γίναμε θεατές ακόμη ενός ομοφοβικού περιστατικού, το οποίο διαδραματίστηκε με αφορμή το ανέβασμα του θεατρικού έργου "Cock” και το οποίο οδήγησε τελικά στην ακύρωση της προγραμματισμένης παράστασης στο Δημοτικό Θέατρο Σωτήρας. Πέρα από το θέμα το οποίο πραγματεύεται το έργο και το οποίο αφορά τη σχέση δύο ομοφυλόφιλων ανδρών, τις αντιδράσεις πυροδότησε ιδιαίτερα η φωτογραφία που υπήρχε στην αφίσα της παράστασης και η οποία δείχνει δύο άνδρες να φιλιούνται. Οι αντιδρώντες πολίτες ζήτησαν την αρωγή της τοπικής εκκλησίας προκειμένου να μην επιτραπεί τελικά η πραγματοποίηση της παράστασης, αίτημα το οποίο τελικά επιτεύχθηκε. Σε δηλώσεις του ο τοπικός ιερωμένος δήλωσε ότι το έργο προσβάλλει τα ήθη του δήμου Σωτήρας και ότι δεν μπορεί κανείς με το ζόρι να επιβάλει στους κατοίκους να δεχτούν το έργο. Το περιστατικό καταδεικνύει τα συντηρητικά αντανακλαστικά μιας κοινωνικής μερίδας η οποία διακατέχεται από ομοφοβικές διαθέσεις και συναισθήματα παρεμβαίνοντας ακόμα και στο κομμάτι της τέχνης και της ελευθερίας της καλλιτεχνικής έκφρασης. Οι αρχές του τόπου επιβάλλουν την απαγόρευση της παράστασης, γεγονός που μας γεννά ερωτήματα για την πολιτική στάση και θέση των κατεχόντων την εξουσία σε τέτοια ζητήματα. Η παραπάνω διαπίστωση καθιστά ακόμα πιο έντονη την πολιτική διάσταση του φαινομένου.

Βιβλιογραφία: Butler, J. (2008). Σώματα με σημασία: οριοθετήσεις του «φύλου» στον Λόγο, μτφρ. Π.Μαρκέτου, Εκδόσεις Εκκρεμές Connell, R. W. (1996) Teaching the boys: new research on masculinity, and gender strategies for schools, Teachers College Record, 98(2), 206–235. Connell, R. W. (2006). Το κοινωνικό φύλο, μτφρ. Ε. Κοτσιφού. Θεσσαλονίκη: εκδόσεις Επίκεντρο Kimmel, M. S. (1994). Masculinity as homophobia: fear, shame, and silence in the construction of gender identity, in: H. Brod & M. Kaufman (Eds) Theorizing masculinities (Thousand Oaks,Sage) Μπουρντιέ, Π. (1996). Η ανδρική κυριαρχία. Αθήνα: εκδόσεις Δελφίνι