Με την έλευση της νεολιθικής εποχής, οι αρχέγονες κυνηγετικές-τροφοσυλλεκτικές κοινότητες παραχωρούν τη θέση τους στις πρώτες αγροτικές κοινωνίες. Η νομαδική ζωή αντικαθίσταται σταδιακά από τη μόνιμη εγκατάσταση πληθυσμιακών ομάδων σε έναν συγκεκριμένο τόπο. Η συστηματική καλλιέργεια της γης επιτρέπει τη δημιουργία ενός κοινωνικού υπερπροϊόντος και η ανάγκη για τη διάθεση αυτού του υπερπροϊόντος οδηγεί με τη σειρά της στην ανάπτυξη των ανταλλακτικών-εμπορευματικών σχέσεων.
Η εμπορευματική ανταλλαγή προϋποθέτει την ελεύθερη αγοραπωλησία των αγαθών και την ισότιμη αντιμετώπιση των συναλλασσόμενων πλευρών στην αγορά. Η διασφάλιση αυτής της ελευθερίας και της ισότητας μεταξύ των ατόμων απαιτεί την εγκαθίδρυση μιας κοσμικής αρχής που εγγυάται την ομαλή ροή των εμπορευματικών σχέσεων. Η δημοκρατία είναι η κατ’ εξοχήν μορφή που λαμβάνει η πολιτική εξουσία για να κατοχυρώσει την ελεύθερη και ισότιμη ανταλλαγή εμπορευμάτων. Από την άποψη αυτή, δεν είναι τυχαίο ότι η αρχαία Αθηναϊκή δημοκρατία αποτελούσε ένα από τα σημαντικότερα εμπορικά κέντρα της εποχής της. Στα νεότερα χρόνια, η πληρέστερη ανάπτυξη των αγορών επέτρεψε την άνοδο της εμπορικής αστικής τάξης (την περίοδο της Αναγέννησης) και καταξίωσε τη δημοκρατία ως αρμόζουσα μορφή πολιτικής διακυβέρνησης. Μετά τη Γαλλική επανάσταση και μέχρι το 1914, η εδραίωση της αστικής δημοκρατίας συμβαδίζει με την ανάδυση του βιομηχανικού κεφαλαίου και αντιστοιχεί σε έναν υψηλό βαθμό εγχώριου ανταγωνισμού στις αγορές των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών.
Το δημοκρατικό Κράτος αντιπροσωπεύει το αφηρημένο γενικό συμφέρον της κοινωνίας και τα διάφορα κοινοβουλευτικά (αστικά ή εργατικά) κόμματα αντιπροσωπεύουν τα πραγματικά ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντα στο εσωτερικό αυτού του Κράτους. Σε αυτή την ιστορική διαδρομή, ωστόσο, μια βασική αντίφαση συνεχίζει να είναι πεισματικά παρούσα: Η δημοκρατία που απορρέει από την κυκλοφορία των εμπορευμάτων στις ανταγωνιστικές αγορές επισκιάζεται πάντα από τη δικτατορική εξουσία που ασκούν οι ιδιοκτήτες του κεφαλαίου επί των εργατών στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας. Αυτή η αυταρχική σχέση ανάμεσα στον αγοραστή και τον πωλητή της εργασιακής δύναμης καταδεικνύει ότι η δημοκρατία και η δικτατορία αλληλοσυμπληρώνονται και συνυπάρχουν εγγενώς στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Στη διάρκεια του μεσοπολέμου, η παγκόσμια κρίση καθιστά ολοφάνερη τη χρεοκοπία του laissez-faire καπιταλισμού. Η συστηματική καταστροφή κεφαλαίου και η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας θέτουν τέρμα στην ιστορική περίοδο των ανταγωνιστικών αγορών και σηματοδοτούν την έναρξη της μονοπωλιακής φάσης του καπιταλισμού. Για να συγκρατήσει τα βυθιζόμενα ποσοστά της κερδοφορίας, το Κράτος φανερώνεται τώρα ως αντιπρόσωπος του κεφαλαίου και διεξάγει μια γενικευμένη επίθεση ενάντια στο προλεταριάτο με σκοπό να καταπνίξει τις επαναστατικές πρωτοβουλίες του και να επιβάλλει την κανιβαλική υπερεκμετάλλευση της εργασίας. Στις χώρες όπου η κρίση είναι αρκετά βαθιά και δεν αντισταθμίζεται από την εκμετάλλευση αποικιακών εδαφών (όπως στην Ιταλία και στη Γερμανία), η επιβολή μιας δικτατορίας είναι επιβεβλημένη. Την ίδια περίοδο, η αδυναμία της δημοκρατικής αστικής τάξης στη Ρωσία να διεξάγει τη βιομηχανική ανάπτυξη της χώρας οδηγεί στην εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος από ένα γραφειοκρατικό κόμμα που καταλαμβάνει και ασκεί δικτατορικά την κρατική εξουσία χειραγωγώντας το άρμα της κοινωνικής επανάστασης.
Τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του μεσοπολέμου (με προεξάρχοντα παραδείγματα τη ναζιστική Γερμανία και τη σταλινική Ρωσία) συνιστούν μια μορφή βιοπολιτικής εξουσίας που διαφέρει ποιοτικά από μια απλή δικτατορία. Το ουσιωδέστερο γνώρισμα του ολοκληρωτισμού είναι η συγχώνευση Κράτους και οικονομίας, στο πλαίσιο της οποίας το Κράτος αρχίζει να εκπληρώνει ορισμένες ή όλες τις κατανεμητικές λειτουργίες της αγοράς και αναλαμβάνει εν μέρει ή εξ ολοκλήρου τον έλεγχο της παραγωγής. Η αποφασιστική παρέμβαση του Κράτους στην οικονομία κατά τη δεκαετία του 1930 δεν περιορίζεται μόνο στη Γερμανία και στη Ρωσία αλλά επεκτείνεται στις δημοκρατικές Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής με την εφαρμογή του New Deal από τον πρόεδρο Ρούζβελτ. Εξάλλου, η κρατικοοικονομική συγχώνευση δεν αναστέλλεται με την ήττα του φασισμού και του ναζισμού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο αλλά εντείνεται στη μεταπολεμική περίοδο με την κυριαρχία του Κεϋνσιανού μοντέλου, το οποίο αποτελεί τη βασική κινητήρια δύναμη της οικονομικής ανάπτυξης στον Δυτικό κόσμο κατά τη “χρυσή εποχή του καπιταλισμού” (από το 1945 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970).
Οι πρόσθετες ιδιότητες που χαρακτηρίζουν το παραδοσιακό ολοκληρωτικό (ναζιστικό ή σταλινικό) καθεστώς είναι οι εξής:
Ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας του σύγχρονου καπιταλισμού τεκμηριώνεται στο βαθμό που η σημερινή θεαματική κοινωνία έχει ενσωματώσει τις παραπάνω ιδιότητες. Η παγκόσμια κρίση που ξέσπασε εκ νέου το 1973 οδήγησε στην αναδιάρθρωση των ταξικών σχέσεων, μέσω της οποίας οι αναδιανεμητικές-προνοιακές λειτουργίες του Κεϋνσιανού Κράτους αντικαταστάθηκαν από ένα σύνολο λειτουργιών επιτήρησης και ελέγχου. Στο πλαίσιο αυτό, η ιδεολογική κυριαρχία της νεοκλασικής σχολής και η εφαρμογή των αντίστοιχων οικονομικών πολιτικών (που ατυχώς ονομάζονται “νεοφιλελεύθερες” από μεγάλη μερίδα της Αριστεράς) δεν αναχαίτισε αλλά, αντιθέτως, ενέτεινε τη συγχώνευση Κράτους και μεγάλου κεφαλαίου (η οποία αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα του ολοκληρωτισμού). Αυτή η διαδικασία ενοποίησης αναπαρίσταται συμβολικά, λόγου χάρη, από την επαναλαμβανόμενη εκλογή του μεγαλοεπιχειρηματία Μπερλουσκόνι στη θέση του πρωθυπουργού της Ιταλίας. Στο σημερινό περιβάλλον της παγκόσμιας ύφεσης, το Κράτος παρεμβαίνει αποφασιστικά για τη διάσωση χρεοκοπημένων τραπεζών ή άλλων μεγάλων επιχειρήσεων και συνδράμει ξανά στη βίαιη υποτίμηση της εργασίας. Η υπόθαλψη της παράνομης οικονομικής δραστηριότητας του κεφαλαίου και η δημιουργία προσωπικών δεσμών εξάρτησης και προστασίας ανάμεσα σε στελέχη της πολιτικής και της οικονομικής εξουσίας οδηγεί τελικά σε μια σύζευξη μεταξύ Κράτους και μαφίας (όπου, για παράδειγμα, ένας εφοπλιστής που κατηγορείται για λαθρεμπόριο καυσίμων προμηθεύει επισήμως με καύσιμα τον ελληνικό στρατό). Πέρα από την έκδηλη εμβάθυνση της κρατικοοικονομικής συγχώνευσης, ο κοινοβουλευτικός μανδύας του καθεστώτος δεν αναιρεί την ουσιαστική μονοπώληση της εξουσίας από ένα (εγχώριο ή υπερεθνικό) διευθυντικό κέντρο στο οποίο, ωστόσο, «δεν τοποθετείται ποτέ πια ένας γνωστός ηγέτης ή μια ξεκάθαρη ιδεολογία» (Ντεμπόρ, Σχόλια στην ΚτΘ). Καθώς τα κοινοβούλια διατηρούν έναν καθαρά διακοσμητικό ρόλο, οι τοπικές κυβερνήσεις προσομοιάζουν μάλλον στις ψυχροπολεμικές κομπραδόρικες γραφειοκρατίες των “Λαϊκών Δημοκρατιών” και απονομιμοποιούνται πλήρως στη συνείδηση του πληθυσμού, οδηγώντας συχνά στο ξέσπασμα κοινωνικών εξεγέρσεων οι οποίες, ωστόσο, δεν προχωράνε συνήθως πέρα από μια απλή αλλαγή φρουράς στις βαθμίδες της τοπικής εξουσίας. Τα μέσα μαζικής επικοινωνίας επιδίδονται στη συστηματική διάδοση του ψεύδους και στην απόκρυψη της αλήθειας. Η σημερινή κοινωνία του «ενσωματωμένου θεαματικού» διατηρεί εξ ορισμού βλέψεις παγκόσμιας κυριαρχίας, καθώς τείνει στην οικουμενική εξάπλωση των εμπορευματικών σχέσεων και εξαλείφει τον πλούτο των διαπολιτισμικών διαφορών στο όνομα μιας κατασταλτικής αφομοίωσης. Η συνεχής τεχνολογική ανανέωση θωρακίζει ακόμα περισσότερο τη θεαματική κυριαρχία, καθώς παραδίδει τις μάζες στην υποτιθέμενη αυθεντία ενός πλήθους ειδικών, επιστημόνων και “τεχνοκρατών” που έχουν απολέσει κάθε ίχνος σχετικής αυτονομίας απέναντι στην εξουσία. Το Κράτος-Επιστήμονας διατείνεται σήμερα ότι κυβερνάει εφαρμόζοντας ορισμένους απαραβίαστους οικονομικούς νόμους και τείνει να διαχειριστεί ολόκληρη την κοινωνία σαν να ήταν ένα εργοστάσιο, μια ιατρική μονάδα ή, τελικά, ένα τεράστιο στρατόπεδο συγκέντρωσης*.
Η απουσία μιας σταθερής ιδεολογίας δεν εμποδίζει σήμερα το θέαμα να κατασκευάζει έναν μυστηριώδη εχθρό (όπως είναι η τρομοκρατία ή ο ισλαμικός φονταμενταλισμός), διότι «αυτή η τόσο τέλεια δημοκρατία προτιμάει να κριθεί σε σχέση με τους εχθρούς της παρά σε σχέση με τα αποτελέσματά της» (Ντεμπόρ, ό.π.). Η επίκληση αυτού του εχθρού (με ορόσημο την επίθεση της 11/9 στους Δίδυμους Πύργους) επιτρέπει στην εξουσία να εκσυγχρονίσει τους τρομοκρατικούς μηχανισμούς καταστολής και να αναδιαρθρώσει το δικονομικό σύστημα με την εφαρμογή μιας “αντιτρομοκρατικής” νομοθεσίας που ξεριζώνει τα παραδοσιακά ατομικά δικαιώματα και επιβάλλει ένα διαρκές καθεστώς έκτακτης ανάγκης.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός δεν μπορεί να ελπίζει στην ενεργητική υποστήριξη των μαζών διότι, απλούστατα, δεν τους υπόσχεται πια τίποτα. Αρκείται στην εξασφάλιση ενός κρίσιμου βαθμού παθητικής συναίνεσης, η οποία θεμελιώνεται στην εμπειρία της συνεχούς υποταγής που βιώνει το πλήθος των θεατών και στην καλλιέργεια του φόβου απέναντι στον εκάστοτε κατασκευασμένο εχθρό, που επιτρέπει ακόμα στην εξουσία να εμφανίζεται ως εγγυητής της ασφάλειας. Η διάρρηξη αυτής της συναίνεσης (η οποία προϋποθέτει τη διατύπωση μιας προταγματικής ριζοσπαστικής θεωρίας και την ενίσχυση των παραδειγματικών εγχειρημάτων αυτοοργάνωσης που αναδεικνύουν τη μορφή και το περιεχόμενο των μελλοντικών κοινωνικών σχέσεων) αποτελεί σήμερα πρωταρχικό καθήκον του επαναστατικού κινήματος.
* «Το στρατόπεδο συγκέντρωσης και όχι η πόλη αποτελεί το σύγχρονο βιοπολιτικό παράδειγμα της Δύσης» (Αγκάμπεν, Homo Sacer).