Η συζήτηση γύρω από την εμπορία ανθρώπων, εμπεριέχει ένα πλουραλισμό ακαδημαϊκού λόγου, φανερώνοντας την πολυπλοκότητα του ζητήματος. Αιτίες και παράγοντες ποικίλουν, δημιουργώντας πολλαπλές πραγματικότητες, παρόλα αυτά, μια συγκεκριμένη αλήθεια αναπαράγεται τόσο από τα Κράτη, όσο και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ο Λόγος (Discourse), γίνεται το εργαλείο προώθησης μεταναστευτικών πολιτικών και ασφαλειοποίησης των συνόρων, και από την άλλη, μέσο για τον περιορισμό της γυναικείας κινητικότητας και καθορισμού του ρόλου και της σεξουαλικότητας της γυναίκας.
Οι σύγχρονες δημοκρατικές κοινωνίες χρησιμοποιώντας τον Λόγο κατάφεραν να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη, και να καθιερώσουν μορφές λογοθετικής βίας οι οποίες δύσκολα γίνονται αντιληπτές. Η χρήση του Λόγου για την κατασκευή αντιλήψεων και στάσεων αποτελεί ένα έμμεσο (παραγωγικό αντί κατασταλτικό) τρόπο εξουσίας που παράγει αποτελέσματα, ενώ ταυτόχρονα δεν προκαλεί αντιδράσεις. Η προσέγγιση σε ποικίλα ζητήματα είναι μονοδιάστατη και εξυπηρετεί τη δημιουργία ενός κοινού αισθήματος, ενδυναμώνοντας έτσι τη δυναμική του κράτους και περαιτέρω του έθνους. Η παρουσίαση των θεμάτων της μετανάστευσης και του φύλου σε ένα πλαίσιο ανάγκης για ασφαλειοποίηση συμμετέχει στην κατασκευή «αποδεκτών και κανονικών» ταυτοτήτων του «Άλλου» αλλά και στην κατασκευή «απειλής» για την κοινωνία.
Οι συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά που παρεκκλίνουν από την καθορισμένη και αναμενόμενη ταυτότητα καθίστανται αποκείμενα, και οι φορείς τους χάνουν την πολιτισμική τους αναγνωρισιμότητα και την αξία τους ως ανθρώπινα όντα με επιθυμίες και δικαιώματα. «Κάποιες ομάδες ατόμων», αναφέρει χαρακτηριστικά η Carline, «δεν είναι πάντα αναγνωρισμένες και προστατευμένες, με βάση το γεγονός ότι δεν είναι "κατασκευασμένες" να έχουν μια "βιώσιμη ζωή"». Παράλληλα, η όλη κατασκευή διαμορφώνεται στηριζόμενη στα ευρωπαϊκά και κυρίως δυτικά πρότυπα, καταστάσεις και συνήθειες, παραμερίζοντας και «αγνοώντας την πολυπλοκότητα της ζωής άλλων χωρών, με σκοπό να υποστηρίξουν ένα καθεστώς αυξανόμενης ποινικοποίησης και σύσφιξης μεταναστευτικών πολιτικών» (Carline, 2012).
Αδυνατώντας πλέον το κράτος να λειτουργήσει ως κράτος πρόνοιας και κοινωνικό κράτος, χρειάζεται άλλες μεθόδους, από τη μια, για να μετατοπίσει την προσοχή και την ευθύνη σε άλλα ζητήματα και, από την άλλη, να διατηρήσει την ισχύ του αλλά και τη σημασία του για τους πολίτες. Σ’ αυτό το σημείο έρχεται στο προσκήνιο, το ζήτημα της «προσωπικής ασφάλειας». Εντείνεται ο «επίσημος φόβος» ώστε να επισκιαστούν και να υποβαθμιστούν οι ανησυχίες για την οικονομική επισφάλεια, για την οποία η κρατική διοίκηση δεν μπορεί (και δε θέλει) να κάνει κάτι. Οι απειλές και οι φόβοι για το ανθρώπινο σώμα αλλά και όσα κατέχει το άτομο, απειλούνται από τα «απόβλητα» των κοινωνιών.
Οι εθνικές, αλλά και οι διεθνείς προσπάθειες καταπολέμησης της εμπορίας και της εκμετάλλευσης, είναι άμεσα συνυφασμένες με την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και του οργανωμένου εγκλήματος. Η σύσφιξη των συνόρων και η ενίσχυση της νομοθεσίας έχει ως κυριότερο μέλημα τη διασφάλιση του έθνους και της ταυτότητας, σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο ελέγχου της μεταναστευτικής ροής. Όπως εξηγεί ο Bauman (2005), για το σχεδιασμό μορφών κοινωνικής συλλογικότητας, τα απορρίμματα είναι ανθρώπινα όντα που δεν ταιριάζουν στο σχήμα, ούτε και είναι δυνατό να χωρέσουν σε αυτό ή υπάρχουν κάποια ανθρώπινα όντα που νοθεύουν την αγνότητα και σκιάζουν τη διαφάνεια του σχήματος. Έτσι, η διαφορετικότητα των ατόμων αυτών δεν αρμόζει στην ομοιογένεια του κράτους, ενώ παράλληλα αποτελούν απειλή γι’ αυτή. Για να διατηρηθεί το αρμονικό και ασφαλές σχήμα επιβάλλεται να ληφθούν μέτρα περιορισμού και εξάλειψης των στιγμάτων αυτών. Οι μεταναστευτικές πολιτικές και η σύσφιξη των συνόρων, καθιστά τα άτομα ακόμη πιο ευάλωτα στην εκμετάλλευση τόσο από το οργανωμένο έγκλημα, όσο και στην εργοδότηση, ενώ επιπλέον περιορίζεται η πρόσβαση σε δικαιώματα και προστασία.
Επανειλημμένα, και τα δύο ζητήματα χρησιμοποιούνται έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η αναγκαιότητα και η σημασία του κράτους για καταπολέμηση της παρανομίας και της εκμετάλλευσης, καθιερώνοντας το κράτος ως τον δημιουργό και επόπτη ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για τους πολίτες. Μια τέτοια αντίληψη μεταφέρει τη συζήτηση σε άλλο πλαίσιο, τοποθετώντας τα διεθνή εγκληματικά δίκτυα στο επίκεντρο και αποφεύγοντας ανάλυση κι αντιμετώπιση των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτισμικών κ.ά., παράγοντες που δημιουργούν ή ενισχύουν την ήδη ευάλωτη θέση διαφόρων ομάδων του πληθυσμού. Καταλήγουμε έτσι σε μα εγκληματολογική θεώρηση του προβλήματος η οποία εστιάζοντας στις εξατομικευμένες περιπτώσεις του θύματος και του θύτη «παραγνωρίζει τις δομικές αιτίες» (Αμπαζτή, 2008, σ.57). Τόσο οι οικονομικές συνθήκες και οι ευκαιρίες εργοδότησης σε πολλές χώρες, οι κοινωνικές διακρίσεις, οι πόλεμοι και πολλές αρνητικές καταστάσεις, όσο και οι προσωπικές επιδιώξεις, οι στόχοι και τα όνειρα, αποτελούν πολλαπλά κίνητρα για μετανάστευση. Με τη προσέγγιση αυτή, το κράτος, γίνεται αντιληπτό, από τους πολίτες, ως «σωτήρας», αφού φροντίζει και προνοεί για τη διάσωση των ατόμων που μπλέκουν με εγκληματικά δίκτυα ή συνθήκες εκμετάλλευσης. Παρόλο που οι πραγματικές ανησυχίες των κυβερνήσεων αφορούν την «καθαρότητα» του έθνους και τη διατήρηση της ταυτότητας, άρα τον περιορισμό της μετανάστευσης, χρειάζεται να τοποθετηθούν σ’ ένα πλαίσιο που να είναι κοινωνικά αποδεκτό, ή έστω να μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις. «Η σύλληψη, κράτηση και απέλαση των παράνομων μεταναστών παίρνει καινούργιο νόημα όταν παρουσιάζεται ως διάσωση, αποκατάσταση και επαναπατρισμός των θυμάτων του οργανωμένου εγκλήματος» (Anderson & O’ Connell Davidson, 2002).
Ο Λόγος για τη βία κατά των γυναικών, άλλοτε χρησιμοποιώντας τις αφηγήσεις των ίδιων των γυναικών, κι άλλοτε αφηγηματικούς τροπισμούς μέσω κοινωνικών στερεότυπων, έχει συσχετίσει τη βία και την ευαλώτητα, με τη γυναίκα. Αυτό γίνεται εμφανές στο δημόσιο λόγο και τις πολιτικές του κράτους, συχνά όμως και στο φεμινιστικό λόγο. Περιπτώσεις, οι οποίες συνειδητά επιλέγουν τη σεξουαλική εργασία, αποτελούν απειλή για το όλο εγχείρημα, αλλά και για την αντίληψη περιορισμού της γυναικείας σεξουαλικότητας. Η παθητικότητα και η βία είναι άμεσα συνυφασμένα με το γυναικείο φύλο, έτσι ώστε να μπορούν να χτίζονται υποθέσεις, με απώτερο σκοπό τη δικαιολόγηση των πρακτικών και τον έλεγχο του γυναικείου σώματος, στα πλαίσια που έχουν καθοριστεί γι’ αυτό. Από την άλλη πλευρά, η προσπάθεια ποινικοποίησης των διακινητών, παραμερίζει τη συμβολή αυτών των μερών στη μετακίνηση των ατόμων και τη συνεργασία των δύο πλευρών, αφού αποτελούν την εγκληματική πτυχή της διαδικασίας, έτσι ώστε να περιθωριοποιούνται οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα άτομα για να μεταναστεύσουν, λόγω των πολιτικών και της νομοθεσίας των κρατών. H συχνή αναφορά σε ιστορίες θυματοποίησης και μόνο, βασίζεται στο «τραύμα» ως το ειδοποιό χαρακτηριστικό και το ιδρυτικό συστατικό, οδηγώντας παραδόξως σε μια πολιτική που αναζητά περισσότερο την κρατική προστασία παρά την ελευθερία και τη δύναμη. Το «τραύμα», είναι το μόνο αποτέλεσμα που μπορεί να προκύψει για μια γυναίκα που εμπλέκεται στην πορνεία, αφού δεν αποτελεί επιλογή εργασίας σύμφωνα με τα κατασκευασμένα πρότυπα. Η έμφαση στο σημείο αυτό, είναι το κεντρικό σημείο για τη δημιουργία της γυναίκας ως άβουλο θύμα, που χρειάζεται την προστασία του κράτους, για να ξεφύγει, και να επιστρέψει στα ιδιωτικά πλαίσια του οίκου ή/και του γάμου. Χωρίς τις τραυματικές εμπειρίες και τη βία, δε μπορεί να υπάρξει η γυναικεία ταυτότητα, ως παθητική, αμέτοχη και κατεστραμμένη, που χρειάζεται προστασία και καθοδήγηση. από τη μια, δίνονται περιορισμένες δυνατότητες σε άντρες θύματα να καταγγείλουν τη βία και να ζητήσουν αποζημίωση και, από την άλλη, δημιουργείται συσχέτιση της έμφυλης βίας με τη θηλυκότητα, προκαλώντας στους άντρες που έχουν βιώσει βία το αίσθημα της θηλυκότητας, κάνοντάς τους ακόμα περισσότερο να μη θέλουν να μιλήσουν ακόμα και όταν υπάρχουν οι μηχανισμοί. Οι κοινωνίες ευρύτερα, αρνούνται να αποδεχτούν αυτή την εμπροθετικότητα (agency) των γυναικών να ορίζουν και να κατευθύνουν τη ζωή τους, ειδικότερα σε τομείς που δεν εμπίπτουν στον κατασκευασμένο κλασσικό τους ρόλο. Η κάθε γυναίκα έχει τη δική της προσωπική ιστορία και με βάση αυτή αποφασίζει για τον εαυτό της. Παρόλο που καθοριστικοί παράγοντες για τη μετακίνηση των πληθυσμών θεωρούνται η φτώχεια και η βία, υπάρχουν κι άλλοι που καθορίζουν τις αποφάσεις. Πολλοί ονειρεύονται να δουν διάσημα μέρη, να γνωρίσουν νέους ανθρώπους, να γίνουν ανεξάρτητοι, να μάθουν καινούργια πράγματα και να είναι τουρίστες. Αυτά είναι όνειρα τόσο των φτωχών κοριτσιών, όσο και των μη, από κουλτούρες σ’ ολόκληρο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων και των Ευρωπαίων κοριτσιών.
Όσο αφορά τη κυπριακή πραγματικότητα, η προσπάθεια του κράτους, τόσο σε εγχώριο, όσο και διεθνές επίπεδο, είναι η ανάδειξη μιας επιτυχημένης προσπάθειας (success story). Εμβαθύνοντας στον τρόπο λειτουργίας των εμπλεκόμενων υπηρεσιών και θεσμών, αλλά και στο νομοθετικό πλαίσιο και την εφαρμογή του, μπορεί να γίνει αντιληπτή, η προβληματική διαχείριση του ζητήματος, όπως επίσης και οι επιφανειακοί έλεγχοι από τα αρμόδια ευρωπαϊκά και διεθνή όργανα (GRETA & TRP).
Σε νομοθετικό επίπεδο, η Κύπρος έχει τροποποιήσει επαρκώς το νόμο, με το πρόβλημα να εστιάζεται στην αντίληψη και την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα την έλλειψη καταδίκων. Στο χώρο του δικαστηρίου τα θύματα επαναθυματοποιούνται και στις πλείστες περιπτώσεις θεωρούνται αναξιόπιστα. Όσο αφορά το καταφύγιο, δεν υπάρχουν κανονισμοί λειτουργίας του παρά το γεγονός ότι από το 2007 γίνεται προσπάθεια σύνταξης και εφαρμογής τους. Επίσης, δεν υπάρχει μόνιμο προσωπικό στο χώρο του καταφυγίου, παρά μόνο μια ιδρυματική λειτουργός, η οποία όπως και το υπόλοιπο προσωπικό ελάχιστη γνώση και ειδίκευση έχουν για την εμπορία και την εκμετάλλευση. Σε συνεδρία της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στη Βουλή, σε ερώτηση για το κατά πόσο στο Καταφύγιο παρέχεται ψυχολογική στήριξη στα θύματα, οι Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας, υποστήριξαν ότι «παραχωρείται» ψυχολόγος «εάν ζητηθεί από τα θύματα». Τέτοιες τοποθετήσεις, φανερώνουν την αντίληψη και προσέγγιση των υπηρεσιών γενικότερα για το ζήτημα. Τα άτομα που κατέχουν αυτές τις θέσεις, δεν στερούνται μόνο κατανόησης και εκπαίδευσης για το φαινόμενο της εμπορίας, αλλά και συνειδητοποίησης για τις επιπτώσεις των μορφών βίας που βιώνουν τα θύματα σε τέτοιες περιπτώσεις. Η ψυχολογική στήριξη των ατόμων θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένη και επιτακτική ανάγκη, αφού η αξιολόγηση από εξειδικευμένα άτομα και η στήριξη των θυμάτων θα μπορούσε να καθορίσει την πορεία των συγκεκριμένων υποθέσεων.
Οι εκθέσεις των προαναφερθέντων οργάνων, αποδεικνύουν ότι σε μεγάλο βαθμό ότι οι αξιολογήσεις ως μηχανισμός επιτήρησης και μεταρρύθμισης, αφορούν το νομοθετικό πλαίσιο που όσο εμπλουτίζεται και τροποποιείται με βάση τις ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις, τόσο βελτιωμένο το βρίσκει η αξιολόγηση. Ουσιαστικά, τα κράτη κρίνονται σε θεωρητικό επίπεδο, και όχι πρακτικά, αφού απουσιάζει η ουσιαστική παράθεση της προβληματικής εφαρμογής και λειτουργίας.
Ολοκληρώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ στις συνεντεύξεις με τις ίδιες τις γυναίκες, αφού ο δικός τους λόγος έχει σημασία, αλλά τελικά αποσιωπάτε. Η συνομιλία με τα άτομα αυτά φανερώνει τις πολλαπλές ιστορίες που υπάρχουν στη σεξουαλική εργασία, αφού υπήρξαν γυναίκες οι οποίες εξαπατήθηκαν και δέχτηκαν βία και εκμετάλλευση, γυναίκες που γνώριζαν και συναίνεσαν στη μοναδική διαθέσιμη επιλογή, αλλά και γυναίκες που επέλεξαν συνειδητά τη σεξουαλική εργασία ως προτιμότερη έναντι άλλων διαθέσιμων επιλογών. Ο πλουραλισμός στο λόγο των γυναικών παραμερίζεται, έτσι ώστε να εξυπηρετηθούν κρατικά και κοινωνικά συμφέροντα, ενώ ακόμα και στις περιπτώσεις εμπορίας, όπου δηλαδή η περίπτωση «εμπίπτει» στην κυρίαρχη και «αποδεκτή πραγματικότητα», οι ίδιοι οι θεσμοί που αναπαράγουν αυτό το μοντέλο, αδυνατούν να διαχειριστούν τη περίπτωση, τόσο σε επίπεδο στήριξης και προστασίας, όσο και καταδίκης. Συμπερασματικά, η υποκρισία των κρατών και των πολιτικών τους, πρακτικά ενισχύει την ήδη ευάλωτη θέση οποιασδήποτε περίπτωσης, αφού στερεί από τα άτομα την πρόσβαση σε δικαιώματα και προστασία.
Anderson, B. & O’ Connell Davidson, J., (2002). Trafficking – a demand led problem? A multi – country pilot study. Save the Children, Sweden.
Bauman, Z., (2005). Σπαταλημένες Ζωές. Οι απόβλητοι της νεοτερικότητας. Εκδόσεις Κατάρτι.
Carline, A., (2012). Of Frames, Cons and Affects: Constructing and Responding to Prostitution and Trafficking for Sexual Exploitation. Springer
Αμπατζή, Λ., (2008). Προσεγγίζοντας το φαινόμενο του Trafficking. Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών