Για τον συγγραφέα που μας έμαθε να περπατάμε προς την Ουτοπία, για τον Εδουάρδο Γκαλεάνο


Ο Ουρουγουανός λογοτέχνης Εδουάρδο Γκαλεάνο έφυγε από τη ζωή τις 13 Απριλίου του 2015, σε ηλικία 74 ετών. Εχθρός των απολυταρχικών καθεστώτων (με το έργο του να απαγορεύεται σε περιπτώσεις όπως του στρατιωτικού πραξικοπήματος στην Ουρουγουάη το ‘73 και αργότερα στην Αργεντινή), έμαθε πως «έχουμε το δικαίωμα στο όνειρο» και υποστήριξε πως πρέπει να ζούμε «κάθε νύχτα σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας».

Με βάση την δική του ματιά για τον σύγχρονο κόσμο: «Τα κράτη δεν ασχολούνται πλέον με τη διοίκηση και αφοσιώνονται στην αστυνόμευση. Οι πρόεδροι μετατρέπονται σε διαχειριστές ξένων εταιρειών. Οι υπουργοί Οικονομικών είναι καλοί διερμηνείς. Οι βιομήχανοι μετατρέπονται σε εισαγωγείς. Οι πολλοί εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από τα περισσεύματα των λίγων. Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους. Οι αγρότες χάνουν τη γη τους. Τα παιδιά χάνουν την παιδική τους ηλικία. Οι νέοι χάνουν την επιθυμία να πιστεύουν».

Ο Γκαλεάνο είχε αρνηθεί ότι ήταν ιστορικός συγγραφέας, αλλά έλεγε πως ήταν ένας συγγραφέας που προσπαθούσε να ανακτήσει, όπως έγραφε, «την αληθινή μας μνήμη, τη μνήμη της ανθρωπότητας που είχε ακρωτηριαστεί από αλαζονεία, από ρατσισμό, από τον μιλιταρισμό και πολλούς άλλους -ισμούς, που σκότωσαν με τρομερό τρόπο το μεγαλείο μας και την ομορφιά [...] Κάθε μέρα έχει μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί, επειδή οι μέρες μας είναι φτιαγμένες από ιστορίες. Οι επιστήμονες λένε ότι είμαστε φτιαγμένοι από μικρά σωματίδια, τα άτομα, αλλά εμένα ένα πουλάκι μου είπε ότι είμαστε φτιαγμένοι από ιστορίες».

Έγραφε, όχι την επίσημη ιστορία του κόσμου, αλλά για το τί γίνεται μεταξύ των ρωγμών. Έγραφε για τους ξεχασμένους, τους αποκλεισμένους, τους περιθωριοποιημένους. Έγραφε την ιστορία όλων εμάς.

Ως ελάχιστο φόρο τιμής για τον συγγραφέα του λαού, αναδημοσιεύουμε δύο μικρά αποσπάσματα του έργου του και ένα μικρό βιογραφικό του από το Biblionet: 

Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο γεννήθηκε το 1940 στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Εκεί κάνει τα πρώτα του βήματα στο χώρο των έντυπων μέσων δημοσιεύοντας γελοιογραφίες και χρονογραφήματα στο περιοδικό "El Sol". Το 1961 γίνεται διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας "Epoca" και αρχισυντάκτης της εβδομαδιαίας επιθεώρησης "Marcha". Το 1973 εξορίζεται εξαιτίας των ιδεών του και καταφεύγει στην Αργεντινή, όπου ιδρύει το λογοτεχνικό περιοδικό "Crisis". Μετά το πραξικόπημα του 1976 αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη χώρα και εγκαθίσταται στην Ισπανία.

Το 1985, ύστερα από την πτώση της δικτατορίας, επιστρέφει στο Μοντεβιδέο. Στο έργο του συγκλίνουν η λογοτεχνική αφήγηση και το δοκίμιο, η ποίηση και το χρονικό. Είναι συγγραφέας πολλών άρθρων και βιβλίων για τη Λατινική Αμερική, μεταξύ των οποίων γνωστότερα είναι τα: "Su majestad el futbol" ("Η αυτού μεγαλειότης το ποδόσφαιρο", 1968), "Las venas abiertas de America Latina" ("Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής", 1971, ελλ. εκδ. Θεωρία, 1982· Κουκκίδα, 2008), "Cronicas latinoamericanas" ("Λατινοαμερικανικά χρονικά", 1972), "Dias y noches de amor y de guerra" ("Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου", 1978, ελλ. εκδ. Εξάντας, 1978), "La trilogia, Memoria del fuego" ("Τριλογία: Μνήμες φωτιάς", 1982-1986, ελλ. εκδ. Εξάντας, χ.χ.· Πάπυρος, 2009), "El libro de los abrazos" ("Το βιβλίο των εναγκαλισμών", 1989, ελλ. εκδ. Κέδρος, 2001), "Patas arriba" ("Ένας κόσμος ανάποδα", ελλ. εκδ. Στάχυ, 2000· Πιρόγα, 2008), "El futbol a sol y sombra" ("Τα χίλια πρόσωπα του ποδοσφαίρου", 1995, ελλ. εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998), κ.ά.

Το 1975 και το 1978 τιμήθηκε με το μεγαλύτερο βραβείο της Λατινικής Αμερικής, το Casa de las Americas, το 1989 με το American Book Award για τις "Μνήμες φωτιάς" (Washington University, ΗΠΑ) και το 1999 με το Βραβείο Cultural Freedom Award, που του απονεμήθηκε από το Ίδρυμα Lannan Foundation (Σάντα Φε, ΗΠΑ).


Ο παράδεισος της ανάπτυξης και της προόδου Από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο "Ένας κόσμος ανάποδα". 

Μία γέφυρα δίχως ποτάμι. Ψηλές προσόψεις κτιρίων δίχως τίποτε από πίσω. Ο κηπουρός ποτίζει το πλαστικό γρασίδι. Κυλιόμενες σκάλες που δεν οδηγούν πουθενά. Ο αυτοκινητόδρομος που μας δίνει την δυνατότητα να γνωρίσουμε τόπους, που εξ αιτίας του έχουν καταστραφεί. Η οθόνη της τηλεόρασης δείχνει μία τηλεοπτική συσκευή που περιέχει μίαν άλλη τηλεοπτική συσκευή μέσα στην οποία υπάρχει μία τηλεοπτική συσκευή...

Αυτός ο πολιτισμός δεν αφήνει κανέναν να κοιμηθεί, ούτε τα λουλούδια, ούτε τις κότες ούτε τους ανθρώπους. Το χειμώνα τα λουλούδια τοποθετούνται κάτω από συνεχή φωτισμό, ώστε να μεγαλώνουν πιό γρήγορα. Στα ορνιθοτροφεία η νύχτα είναι απαγορευμένη για τις κότες. Και οι άνθρωποι είναι καταδικασμένοι στην αϋπνία, λόγω της αγωνίας τους να αγοράσουν και του άγχους τους να πληρώσουν. 

Εδώ ο ουρανός ποτέ δεν συννεφιάζει, εδώ δεν βρέχει ποτέ.Σ’αυτή τη θάλασσα κανείς δεν διατρέχει τον κίνδυνο να πνιγεί, αυτή η πλάζ προστατεύεται από την κλοπή. Δεν υπάρχουν μέδουσες να σε τσιμπήσουν, ούτε αχινοί να σου καρφώνονται στο πόδι, ούτε κουνούπια να σε τρελαίνουν. Με τον αέρα πάντα στην ίδια θερμοκρασία και το νερό θερμαινόμενο αποφεύγονται τα κρυώματα και οι πνευμονίες.

Τα βρομερά νερά των λιμανιών θα φθονούσαν αυτά τα διάφανα νερά, αυτός ο αμόλυντος αέρας χλευάζει το δηλητήριο που αναπνέουν οι ανθρωποι στην πόλη.

Η είσοδος δεν είναι ακριβή, 30 δολάρια το άτομο, αν και πρέπει να πληρώσεις επί πλέον τις καρέκλες καί τις ομπρέλες. Στο ίντερνετ λέει : «Τα παιδιά σας θα σας μισήσουν αν δεν μας τα φέρετε…» Wild blue, ή κλειστή με κρυστάλλινους τοίχους πλάζ της Γιοκοχάμα είναι ένα μεγαλειώδες έργο της γιαπωνέζικης βιομηχανίας. Τα κύματα έχουν το ύψος που τους δίνουν οι κινητήρες. Ο ηλεκτρονικός ήλιος βγαίνει και κρύβεται σύμφωνα με τη θέληση της επιχείρησης, προσφέροντας στην πελατεία εντυπωσιακά τροπικά ξημερώματα και κατακόκκινα δειλινά πίσω από τις φοινικιές. Είναι τεχνητό –λέει ένας επισκέπτης. Γι’ αυτό μας αρέσει.

Λιχουδιές από πλαστικό, όνειρα από πλαστικό. Πλαστικός είναι και ο παράδεισος που υπόσχεται η τηλεόραση σε όλους αλλά παρέχει σε λίγους. Είμαστε όλοι στις διαταγές της.

Σ’ αυτόν τον πολιτισμό όπου τα πράγματα αποκτούν συνεχώς μεγαλύτερη αξία και οι άνθρωποι μικρότερη, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας καθορίζουν τους κανόνες: δεν αγοράζεις εσύ τα πράγματα, αυτά σε αγοράζουν, το αυτοκίνητο σε χρησιμοποιεί., ο υπολογιστής σε προγραμματίζει, η τηλεόραση σε παρακολουθεί.

Η έκρηξη της κατανάλωσης στον σύγχρονο κόσμο δημιουργεί μεγαλύτερο θόρυβο από όλους τους πολέμους και προκαλεί μεγαλύτερο πανδαιμόνιο από όλα τα καρναβάλια.

Όπως λέει μία παλιά τουρκική παροιμία, όποιος πίνει με πίστωση μεθάει διπλά. Το γλέντι ζαλίζει και θολώνει την όραση, αυτό το μεγάλο παγκόσμιο μεθύσι μοιάζει να μην έχει ούτε χρονικά ούτε χωρικά όρια. Αλλά ο πολιτισμός της κατανάλωσης είναι κενός σαν το ταμπούρλο γι’ αυτό και κάνει τόση φασαρία. Την ώρα της αλήθειας, όταν ο σαματάς σταματήσει και τελειώσει η γιορτή, ο μεθυσμένος ξυπνάει μόνος, συντροφιά με τη μοίρα του και τα σπασμένα που οφείλει να πληρώσει.

Οι καταναλωτικές μάζες δέχονται τις εντολές σε παγκόσμια γλώσσα.

Η διαφήμιση κατάφερε να κάνει αυτό που ήθελε να κάνει η εσπεράντο αλλά δεν μπόρεσε. Όπου και να βρεθούμε όλοι καταλαβαίνουμε τα μηνύματα που μεταδίδει η τηλεόραση. Το τελευταίο τέταρτο του αιώνα οι δαπάνες για την διαφήμιση έχουν διπλασιαστεί. Χάρη στις διαφημίσεις τα φτωχά παιδιά πίνουν ολοένα περισσότερη coca cola και ολοένα λιγότερο γάλα και ο χρόνος της σχόλης γίνεται σιγά σιγά χρόνος υποχρεωτικής κατανάλωσης.

Ελεύθερος χρόνος, φυλακισμένος χρόνος. Στά σπίτια των πολύ φτωχών μπορεί να μην υπάρχει κρεβάτι, υπάρχει όμως τηλεόραση και η τηλεόραση έχει τον πρώτο λόγο. Αγορασμένο με δόσεις, αυτό το ζωάκι, αποδεικνύει τή δημοκρατική ροπή της προόδου. Δεν ακούει κανέναν αλλά μιλάει γιά όλους. Έτσι πλούσιοι και φτωχοί γνωρίζουν τα προσόντα του τελευταίου μοντέλου των αυτοκινήτων και, πλούσιοι και φτωχοί, ενημερώνονται για τα πλεονεκτικά επιτόκια που προσφέρει κάθε τράπεζα.

Εκσυγχρονισμός, μηχανοκρατία: Ο θόρυβος από τους κινητήρες των μηχανών σκεπάζει τις φωνές που καταγγέλλουν αυτό τον τεχνητό πολιτισμό, ο οποίος μας κλέβει την ελευθερία κι ύστερα έρχεται να μας την πουλήσει. Εξασθενίζει τα πόδια μας για να μας υποχρεώσει στη συνέχεια να αγοράσουμε αυτοκίνητα και μηχανήματα γυμναστικής.

Ο εφιάλτης των πόλεων, όπου τα αυτοκίνητα έχουν τον πρώτο λόγο, έχει επιβληθεί στον κόσμο σαν το μοναδικό δυνατό πρότυπο ζωής. Οι πόλεις της Λατινικής Αμερικής ονειρεύονται να γίνουν σαν το Λός Άντζελες, όπου οκτώ εκατομμύρια αυτοκίνητα ορίζουν τους ανθρώπους. Ελπίζουμε να γίνουμε κάποτε μία γκροτέσκα απομίμηση αυτής της τρέλας. Πέντε αιώνες τώρα, αντί να δημιουργούμε εξασκούμαστε στην απομίμηση. Αφού λοιπόν είμαστε καταδικασμένοι στην απομίμηση, ας επιλέγουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή τα πρότυπά μας. \ Αν συμμορφωθούμε προς τας υποδείξεις τότε εγγυημένα θα βλέπουμε όλοι τις ίδιες εικόνες, θα ακούμε όλοι τους ίδιους ήχους, θα φοράμε τα ίδια ρούχα, θα τρώμε όλοι τα ίδια χάμπουργκερ και θα είμαστε όλοι μόνοι μες στην ίδια μοναξιά, μέσα σε σπίτια ίδια, σε γειτονιές ίδιες, σε πόλεις ίδιες, όπου όλοι θα αναπνέουμε την ίδια βρώμα και θα υπηρετούμε τα αυτοκίνητά μας με την ίδια προσήλωση και θα ανταποκρινόμαστε στις διαταγές των ίδιων μηχανών σε έναν κόσμο που θα είναι θαυμαστός για όποιον δεν έχει πόδια, ούτε φτερά, ούτε ρίζες…

Οι περισσότεροι άνθρωποι χρεώνονται για να αποκτήσουν αγαθά και τελικά δεν τους μένουν παρά χρέη, για να πληρώσουν άλλα χρέη τα οποία δημιουργούν καινούργια χρέη. Καταλήγουν να καταναλώνουν φαντασιώσεις, που για να τις πραγματοποιήσουν καμιά φορά καταφεύγουν στο έγκλημα. Η μαζική διάδοση της πίστωσης, προειδοποιεί ο κοινωνιολόγος Τόμας Μούλιαν, έδωσε τη δυνατότητα στην καθημερινή ζωή της Χιλής, να περιστρέφεται γύρω από τα σύμβολα της κατανάλωσης, δηλαδή, την εξωτερική εμφάνιση ως πυρήνα της προσωπικότητας, το τεχνητό τρόπο ζωής, την ουτοπία σε σαρανταοκτάμηνες δόσεις.

Η καταναλωτική κοινωνία είναι μια παγίδα για τους κουτούς. Αυτοί που κρατάνε τα ηνία παριστάνουν ότι το αγνοούν αλλά όποιος έχει μάτια μπορεί να δεί ότι η ύπαρξη της λίγης φύσης που μας έχει απομείνει διασφαλίζεται επειδή η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων καταναλώνει λίγο, πολύ λίγο, και μόνο τα αναγκαία.

Η κοινωνική αδικία δεν είναι πλέον ένα σφάλμα που πρέπει να διορθωθεί, ούτε ένα ελάττωμα που πρέπει να ξεπεραστεί: έχει γίνει θεμελιώδης αναγκαιότητα. Δεν υπάρχει φύση που να μπορεί να θρέψει ένα shopping center στο μέγεθος του πλανήτη. Αυτό το μοντέλο ζωής το οποίο μας παρουσιάζουν σαν τον οργασμό της ζωής κι’ αυτή η καταναλωτική φρενίτιδα που λένε ότι είναι η φρενίτιδα της ευτυχίας, αρρωσταίνουν το σώμα μας, δηλητηριάζουν τη ψυχή μας και μας αφήνουν ανέστιους: χωρίς εκείνη την εστία που κάποτε ήθελε να γίνει ο κόσμος μας. 


Το δικαίωμα στο παραλήρημα

Από το βιβλίο του Εντουάρντο Γκαλεάνο "Ένας κόσμος ανάποδα"

Παρότι δεν μπορούμε να μαντέψουμε πως θα είναι τα επόμενα χρόνια, έχουμε τουλάχιστον το δικαίωμα να ονειρευτούμε πώς θα θέλαμε να είναι. Το 1948 και το 1976 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών διατύπωσε οικουμενικές διακυρήξεις με εκτενείς καταλόγους ανθρώπινων δικαιωμάτων αλλά η μεγάλη πλειοψηφία της ανθρωπότητας δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα εκτός από το δικαίωμα να βλέπει, να ακούει και να σιωπά. Τι θα γίνει αν αρχίσουμε να ασκούμε το δικαίωμα στο όνειρο που δεν διακυρήχθηκε ποτέ; Τι θα γίνει αν για μια στιγμούλα αφεθούμε στο παραλήρημα;

Ας διαπεράσει το βλέμμα μας το όνειδος και ας ονειρευτούμε έναν άλλο κόσμο όπου:

Ο αέρας θα είναι καθαρός, απαλλαγμένος από το μικρόβιο του ανθρώπινου φόβου και από τα ανθρώπινα πάθη.

Στους δρόμους τα σκυλιά θα συνθλίβουν αυτοκίνητα.

Τους ανθρώπους δεν θα τους ελέγχει το αυτοκίνητο, δε θα τους προγραμματίζει ο υπολογιστής, δε θα τους εξαγοράζει το σούπερ μάρκετ, δε θα τους παρακολουθεί η τηλεόραση.

Η τηλεόραση θα πάψει να είναι το πιο σημαντικό μέλος της οικογένειας και θα της συμπεριφερόμαστε όπως στο σίδερο ή το πλυντήριο ρούχων.

Οι άνθρωποι θα δουλεύουν για να ζήσουν, αντί να ζουν για να δουλεύουν.

Στους ποινικούς κώδικες θα ενταχθεί και το αδίκημα της βλακείας, το αδίκημα που διαπράττουν όσοι ζουν για να έχουν ή για να κερδίζουν, αντί να ζουν απλώς και μόνο για να ζουν, σαν τα πουλιά που κελαηδούν χωρίς να ξέρουν ότι κελαηδούν και σαν τα παιδιά που παίζουν χωρίς να ξέρουν ότι παίζουν.

Σε καμιά χώρα δεν θα φυλακίζονται οι νέοι που αρνούνται να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία αλλά εκείνοι που θα θέλουν να την υπηρετήσουν.

Οι οικονομολόγοι δε θα ονομάζουν επίπεδο ζωής το επίπεδο κατανάλωσης, ούτε ποιότητα ζωής την ποσότητα των υλικών αγαθών.

Οι μάγειροι δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους αστακούς να τους βράζουν ζωντανούς.

Οι ιστορικοί δεν θα πιστεύουν ότι η εισβολή σε μια χώρα είναι κάτι που την ευχαριστεί.

Οι πολιτικοί δεν θα πιστεύουν ότι είναι ευχάριστο για τους φτωχούς να τρώνε υποσχέσεις.

Η σοβαρότητα θα πάψει να θεωρείται αρετή και κανείς δε θα παίρνει στα σοβαρά έναν άνθρωπο που δε θα είναι ικανός να γελάει με τον εαυτό του.

Ο θάνατος και το χρήμα θα χάσουν τις μαγικές τους δυνάμεις και ούτε ο θάνατος ούτε η περιουσία θα μπορούν να μετατρέψουν έναν παλιάνθρωπο σε ευυπόληπτο πολίτη.

Κανείς δε θα θεωρείται ήρωας ή χαζός επειδή κάνει αυτό που πιστεύει ότι είναι σωστό αντί να κάνει αυτό που τον συμφέρει περισσότερο.

Ο κόσμος δεν θα πολεμάει πια τους φτωχούς αλλά τη φτώχεια και η στρατιωτική βιομηχανία δε θα έχει άλλη λύση παρά να κλείσει.

Το φαγητό δε θα είναι εμπόρευμα ούτε η επικοινωνία εμπόριο, επειδή το φαγητό και η επικοινωνία είναι δικαιώματα του ανθρώπου.

Κανείς δε θα πεθαίνει από πείνα επειδή κανείς δε θα πεθαίνει από το πολύ φαΐ.

Κανείς δε θα φέρεται στα παιδιά του δρόμου σαν να είναι σκουπίδια, επειδή δε θα υπάρχουν παιδιά του δρόμου. Κανείς δε θα φέρεται στα πλούσια παιδιά σαν να είναι λεφτά, επειδή δε θα υπάρχουν πλούσια παιδιά.

Η εκπαίδευση δε θα είναι προνόμιo μόνο όσων μπορούν να την πληρώσουν.

Η αστυνομία δεν θα είναι εφιάλτης για όσoυς δεν μπορούν να την εξαγοράσουν.

Η δικαιοσύνη και η ελευθερία, αδέρφια σιαμαία που καταδικάστηκαν να ζουν χωριστά, θα ενωθούν και πάλι, πλάτη με πλάτη.

Μια μαύρη γυναίκα θα είναι πρόεδρος της Βραζιλίας και μια άλλη γυναίκα, επίσης μαύρη, θα είναι πρόεδρος την Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μια ινδιάνα γυναίκα θα κυβερνάει τη Γουατεμάλα και μια άλλη το Περού.

Στην Αργεντινή οι τρελές της Πλάζα ντε Μάγιο θα είναι παράδειγμα πνευματικής υγείας, επειδή εκείνες αρνήθηκαν να ξεχάσουν στα χρόνια της υποχρεωτικής λήθης.

Η Αγία Μητέρα Εκκλησία θα διορθώσει τα τυπογραφικά λάθη στους πίνακες του Μωυσή και η έκτη εντολή θα προστάζει να τιμάμε το σώμα.

Η Εκκλησία επίσης θα υπαγορεύσει μια ακόμη εντολή, που την ξέχασε ο Θεός: «Αγάπα τη φύση, μέρος της οποίας είσαι κι εσύ».

Θα ξαναβλαστήσουν τα δάση στον ερημωμένο κόσμο μας και στις ερημωμένες ψυχές.

Οι απελπισμένοι θα ξαναβρούν την ελπίδα τους και οι χαμένοι τη ζωή τους, αφού απελπίστηκαν επειδή ήλπισαν πολύ και χάθηκαν επειδή έψαξαν πολύ.

Όσοι έχουμε θέληση για δικαιοσύνη και ομορφιά θα είμαστε όλοι αδέρφια, όποτε κι αν έχουμε γεννηθεί, όπου κι αν έχουμε ζήσει, χωρίς να χρειαστεί να αλλάξουμε καθόλου τα σύνορα του κόσμου και του χρόνου.

Η τελειότητα θα εξακολουθήσει να είναι το βαρετό προνόμιο των θεών όμως, σ’ αυτό τον όμορφο αλλά και γαμημένο κόσμο, θα ζούμε την κάθε νύχτα σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας.