Βιομετρικά διαβατήρια και ο μύθος της ασφάλειας


Εδώ και τέσσερα χρόνια το κυπριακό κράτος περνάει από υποχρεωτική διαδικασία σήμανσης όλους τους πολίτες του, καθώς από το Φλεβάρη του 2011 έχει εισαχθεί το μέτρο των βιομετρικών διαβατηρίων και από τον Φλεβάρη του 2015 των βιομετρικών ταυτοτήτων. Πλέον η έκδοση των συγκεκριμένων κρατικών εγγράφων, που συνιστά υποχρέωση και δικαίωμα των κυπρίων πολιτών, περιλαμβάνει την υποχρεωτική απόσπαση ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, όπως είναι τα δακτυλικά αποτυπώματα. Δηλαδή, ενώ οι κύπριοι πολίτες συνεχίζουν να διατηρούν το τεκμήριο της αθωότητας, περνούν από τη διαδικασία που έχει πλέον καθιερωθεί για τους υπόπτους αξιόποινων πράξεων, αντιμετωπιζόμενοι ως δυνάμει παραβάτες. Ακόμη και αν πιστέψουμε τα σχετικά δημοσιεύματα που αναφέρουν ότι οι αρχές διαγράφουν τα προσωπικά στοιχεία που δίνονται για τα βιομετρικά διαβατήρια και ταυτότητες μετά από 48 ώρες, μια απόφαση θα ήταν αρκετή για να δημιουργήσει μια τεράστια και εύκολα μεταφερόμενη βάση δεδομένων για όλους τους κύπριους πολίτες, που ίσως και να έχει ήδη αρχίσει.

Το κυπριακό κράτος φρόντισε να εφαρμόσει αυτό το μέτρο με περισσή σπουδή, κατόπιν ευρωπαϊκής οδηγίας, ενώ η Ελλάδα, για παράδειγμα, δεν το έχει κάνει. Το μέτρο υποτίθεται πως αποτρέπει τους επίδοξους παραχαράκτες, διασφαλίζοντας τη γνησιότητα των εγγράφων και πιστοποιώντας την ταυτότητα του κατόχου. Ωστόσο μια απλή αναζήτηση στο διαδίκτυο με τη φράση “How to clone a biometric passport” (πώς πλαστογραφείται ένα βιομετρικό διαβατήριο) καθιστά σαφές και στους πλέον καλόπιστους τη ρηχότητα αυτών των ισχυρισμών: η διαδικασία πλαστογράφησης των δεδομένων που περιέχονται στο μικροτσίπ των δύο εγγράφων δεν παίρνει πάνω από μια ώρα! Αν όμως η «ασφάλεια» δεν είναι η πραγματική αιτία εισαγωγής αυτού του μέτρου, τότε σε τι στοχεύει;

Το πρόσχημα της ασφάλειας και ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας έχουν χρησιμοποιηθεί τις τελευταίες δεκαετίες στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη για να εκβιάζουν τους πολίτες τους να εκχωρούν όλο και περισσότερο ζωτικό χώρο στα ολοένα και πιο απολυταρχικά κράτη που οικοδομούνται στην περιοχή. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνίες των πολιτισμένων και δημοκρατικών ευρωπαϊκών κρατών εμφανίζονται ως ζούγκλες που χρειάζονται συνεχώς μεγαλύτερη αστυνόμευση. Το κράτος και οι διεθνείς οργανισμοί, που τα τελευταία χρόνια επιβάλλουν μέτρα εξαθλίωσης των κατοίκων της Ευρώπης, εμφανίζονται ως ρυθμιστές της ειρήνης, ενώ ως εχθρός παρουσιάζεται ο συνάνθρωπος, ο γείτονας, ο περαστικός, ο συνταξιδιώτης. Ο φόβος και η ανασφάλεια αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό καθιστώντας ευκολότερη την επέλαση του απολυταρχισμού -κρατικού, διακρατικού, οικονομικού, χρηματοπιστωτικού- που βρίσκει μικρή ή ανύπαρκτη αντίσταση. Το κυπριακό κράτος έχει δώσει δείγματα γραφής και εναρμονίζεται πλήρως με τα παραπάνω. Η πρόσφατη παραίτηση του Διοικητή της ΚΥΠ με αφορμή τα συστήματα ηλεκτρονικής παρακολούθησης δείχνουν το εύρος των μεθόδων παραβίασης του προσωπικού χώρου με πρόσχημα την ασφάλεια.

Τα βιομετρικά διαβατήρια και ταυτότητες συνιστούν ένα απαράδεκτο μέτρο που στρέφεται ενάντια στον μέσο κύπριο πολίτη. Δεν ευσταθεί κανένας ισχυρισμός ή διακήρυξη περί πάταξης του οργανωμένου εγκλήματος ή της διεθνούς τρομοκρατίας με αυτό ή ανάλογα μέτρα. Όσοι ανήκουν στις τελευταίες ομάδες ξέρουν καλά να προστατεύουν τα ευαίσθητα προσωπικά τους στοιχεία, δεδομένης και της προαναφερθείσας ευκολίας με την οποία μπορούν να πλαστογραφηθούν τα συγκεκριμένα έγγραφα. Και το ζήτημα προφανώς δεν είναι να υιοθετηθούν νέες και ακριβότερες τεχνικές «ασφάλειας», αλλά να ανακοπεί η επέλαση του απολυταρχισμού, καθώς αυτός γεννά και αναπαράγει τις κοινωνικές εντάσεις και προστατεύει τις κοινωνικές ανισότητες.

Ως μετανάστρια στην Ελλάδα, εξαναγκάστηκα να υποβληθώ σε αυτή τη διαδικασία παρά τη θέλησή μου. Υπάλληλος της πρεσβείας στην Αθήνα απάντησε στις διαμαρτυρίες μου λέγοντας ότι είναι δικαίωμά μου να μην βγάλω τα σχετικά έγγραφα αν δεν θέλω. Ευτυχώς που δεν μου είπε ότι έχουμε και δημοκρατία! Καθώς καμιά άλλη λύση δεν ήταν δυνατή, υποβλήθηκα στη διαδικασία προσπαθώντας να «σώσω» κάπως την αξιοπρέπειά μου με μια επιστολή διαμαρτυρίας προς τον πρέσβη, χωρίς βέβαια να έχω αυταπάτες ότι θα έπιανε τόπο. Εγώ δεν μπόρεσα να αρνηθώ να βγάλω τα σχετικά έγγραφα. Ωστόσο η άρνηση έκδοσης ταυτοτήτων και διαβατηρίων είναι η μοναδική απάντηση που μπορεί να δοθεί σ’ αυτόν τον στυγνό εκβιασμό!