Αναλύοντας τον αστικό και τον δημόσιο χώρο: διαλεκτικές και μεταμοντέρνες προσεγγίσεις


*Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένο απόσπασμα από το βιβλίο Δημόσιος χώρος, πόλη και εξουσία το οποίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων

Ο δημόσιος χώρος, όπως κάθε χώρος, είναι κοινωνικός: παράγεται μέσα από κοινωνικές σχέσεις, επεμβαίνει σε κοινωνικές σχέσεις, ενώ σχετίζεται με ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες και μεταβολές. Ο κοινωνικός χαρακτήρας του δημόσιου χώρου είναι κρίσιμος σε κάθε φάση της παραγωγής του. Ο δημόσιος χώρος δεν παράγεται μόνο τη στιγμή που σχεδιάζεται καικατασκευάζεται. Κατ’ αρχήν, το τι είδους πόλεις και δημόσιους χώρους θέλουμε σχετίζεται άμεσα με το τι είδους κοινωνία θέλουμε. Ο δημόσιος χώρος ικανοποιεί στις περισσότερες περιπτώσεις κάποιου είδους ανάγκες: κοινωνική αλληλεπίδραση, παιχνίδι, πρόσβαση στη φύση, συλλογική πολιτική δράση, πρόσβαση στη δημόσια σφαίρα κ.ά. Η κοινωνική ιεράρχηση των αναγκών αυτών δημιουργεί διαφοροποιημένους δημόσιους χώρους προς όφελος της μίας ή της άλλης λειτουργίας και κατ’ επέκταση των κοινωνικών ομάδων οι οποίες εξυπηρετούνται ή ωφελούνται από αυτές. Έτσι, σε πρώτη φάση, ο δημόσιος χώρος παράγεται κοινωνικά ως δυνητικός, ως επιθυμία, ως μια επινοημένη πρόθεση παρέμβασης στην κάλυψη συγκεκριμένων κοινωνικών αναγκών. Στην ίδια φάση, αλλά και στη φάση της φυσικής παραγωγής του δημόσιου χώρου, οι κοινωνικές αυτές ανάγκες μεσολαβούνται από την, επίσης κοινωνικά διαμορφωμένη, ακαδημαϊκή, επιστημονική και τεχνοκρατική γνώση. Η γνώση των αρχιτεκτόνων, των πολεοδόμων και, γενικά, των επιστημόνων του χώρου δεν συνιστά με τη σειρά της μια αφαίρεση από τις κυρίαρχες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις και πρακτικές. Επιπλέον, η τελική εφαρμογή της γνώσης αυτής επανα-μεσολαβείται από φορείς τους κράτους και της τοπικής αυτοδιοίκησης σύμφωνα με τις δικές τους επιδιώξεις.Έως το σημείο αυτό εμφανίζονται δύο«φάσεις» παραγωγής: αυτή της επινοημένης σύλληψης και αυτή της «φυσικής»παραγωγής μέσω της κατασκευής και υλοποίησης. Εντούτοις, η παραγωγή του χώρου δεν σταματάει τη στιγμή της φυσικής του υλοποίησης. Ο δημόσιος χώρος αποτελεί το πλέον ανοικτό σύστημα του αστικού χώρου και βρίσκεται σε διαρκή διαδικασία κοινωνικής παραγωγής, η οποία συνδέεται με ευρύτερες κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές μεταβολές. Ο δημόσιος χώρος παράγεται συνεχώς στη βάση των παραπάνω συνθηκών, συμμετέχει ανά πάσα στιγμή σε κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες, χωρίς, ωστόσο, να έχει κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωσή τους.

Η παραγωγή του χώρου στον Lefebvre

Ο Lefebvre ήταν από τους πρώτους φιλοσόφους και θεωρητικούς που ανέπτυξαν την ιδέα του κοινωνικού χώρου σε αντιπαραβολή με τον φυσικό, γεωμετρικό και επινοημένο χώροκαι ειδικότερα σε αντιπαραβολή με τη σύλληψη του χώρου ως δοχείου, ως αριστοτελικού Τόπου. Για τον Lefebvreο χώρος είναι το προϊόν των κοινωνικών σχέσεων οι οποίες τον διαμορφώνουν, αλλά ταυτόχρονα ο ίδιος χώρος παρεμβάλλεται στην αναπαραγωγή των εκάστοτε κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Ο GuyDebord, με τον οποίον ο Lefebvreσυνυπήρξε στην Καταστασιακή Διεθνή , επίσης εστιάζει σε αυτή τη διάσταση του χώρου, αναδεικνύοντας ως κύριες λειτουργίες του τον διαχωρισμό και την επανένωση (ροών, παραγωγής, ανθρώπων) στο πλαίσιο της τεχνικής οργάνωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης. Επιπλέον, για τον Debord, ο χώρος δεν συνιστά μια τελική μορφή, ένα διαμορφωμένο αντικείμενο. Σε κάθε στιγμή είναι ένα σύνολο δυνατοτήτων και πιθανοτήτων,καθώς κάθε χώρος αντανακλά συγκεκριμένες σχέσεις οικονομικής παραγωγής και όλες τις διαφοροποιήσεις και τις αντιθέσεις που αυτές συνεπάγονται. Οι αντιθέσειςμάλιστα τείνουν να γίνουν από αντιθέσεις στον χώρο αντιθέσεις χώρων. Στο σημείο αυτό, οι κοινωνικές επαναστάσεις συνδέονται με τον χώρο, αφού κάθε επανάσταση δημιουργεί νέους χώρους, νέες κοινωνικές σχέσεις και δίκτυα. Η προσέγγιση του Lefebvre στηρίζεται στηνταυτόχρονη υλική και φαντασιακή ή συμβολική παραγωγή του χώρου. Ένα πολεοδομικό ή αρχιτεκτονικό σχέδιο, ενώ βασίζεται σε πραγματικές υλικές συνθήκες, ενσωματώνει αφαιρέσεις, επιδιώξεις, ακόμη και ιδεολογία. Η εφαρμογή του σχεδίου, μέσω της αλληλεπίδρασης πραγματικής και φαντασιακής παραγωγής, επηρεάζει με τη σειρά της την πραγματικότητα της περιοχής στην οποία εφαρμόζεται. Όσο πιο «βιομηχανική», με την ευρεία έννοια (αυτοματοποιημένες κινήσεις, επανάληψη), η παραγωγή τόσο το αποτέλεσμά της προσομοιάζει σε προϊόν, πάλι με τη βιομηχανική έννοια. Αντίθετα, σε ιδιαίτερες περιπτώσεις, στοιχεία της πόλης ή ακόμη και ολόκληρη η πόλη (ο Lefebvre επανέρχεται συνεχώς στο παράδειγμα της Βενετίας) είναι δυνατόν να δραπετεύουν από αυτή τη λογική και έτσι το τελικό αποτέλεσμα να προσομοιάζει σε έργο. Η θεωρία του Lefebvre στηρίζεται στην ενότητα κοινωνικού, φυσικού και φαντασιακού χώρου όπως αυτή αναλύεται στην τριάδα του σχετικά με τη παραγωγή του χώρου. Σύμφωνα με την τριάδα του Lefebvre, υπάρχουν τρεις διαδικασίες παραγωγής του χώρου, που δεν αναπτύσσονται αυτόνομα, ούτε εναλλάσσονται μέσα από διαδοχή, αλλά συνυπάρχουν, συνδιαλέγονται και συμβάλλουν στην εν λόγω παραγωγή: η χωρική πρακτική, οι αναπαραστάσεις χώρου και οι χώροι αναπαράστασης. Στις κατηγορίες αυτές και στη διαλεκτική τους σχέση εντοπίζεται και η διαλεκτική φύση της προσέγγισης του Lefebvre. Η πρώτη σχετίζεται με την παραγωγή και την αναπαραγωγή κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων στον χώρο μέσα από πρακτικές και συμπεριφορές. Η δεύτερη πραγματοποιείται μέσα από την απόδοση αντιλήψεων για τον χώρο, το discours για τον χώρο (συνήθωςτο παραγόμενο εκ μέρους της πολιτικής εξουσίας) με τη μορφή γνώσης και κωδίκων. Τα παραπάνω συνδέονται και χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της τάξης (ordre) την οποία επιβάλλουν και η απόδοση πραγματοποιείται συνήθως από «ειδικούς» του χώρου, όπως επιστήμονες και τεχνοκράτες. Η τρίτη διαδικασία εμπλέκεται με τις συμβολικές διαστάσεις του χώρου και με τους τρόπους παραγωγής του μέσα από καθημερινές πρακτικές αλλά και μέσα από την τέχνη. Αφορά τον βιωμένο χώρο, καθώς και την παραγωγή του μέσα από αναπαραστάσεις και συμβολισμούς. Επιπλέον, οι χώροι αναπαράστασης αποτελούν το μέσο για την ανάδειξη και ενδυνάμωση των αντιθέσεων. Είναι οι χώροι όπου το σώμα, μέσα από την αδιαμεσολάβητη επαφή με τον χώρο, προσλαμβάνει τις αποκλίσεις σε σχέσημε τις χωρικές πρακτικές και τις αναπαραστάσεις του χώρου. Η έμφαση στη σχέση σώμα – χώρος – διαφορά, στην εμπειρία και στις προσλήψεις του σώματος είναι και το σημείο εδραίωσης της φαινομενολογικής προσέγγισης του Lefebvre. Η τριάδα του Lefebvre αποτελεί μια σημαντική μεθοδολογική προσέγγιση για την ανάλυση του χώρου και των χωρικών σχέσεων. Έτσι, για παράδειγμα, μια αστική περιοχή παράγεται ταυτόχρονα από α) χωρικές εκφράσεις ροών και τις καθημερινές τους διαδρομές και ρυθμούς, κυκλοφορία ανθρώπων και κεφαλαίου στη βάση υποδομών, γενικότερα οποιαδήποτε χωρική συνθήκη και πρακτική συμβάλλει στην κοινωνική αναπαραγωγή και οικονομική παραγωγή, β) το κυρίαρχο discours για τον χώρο, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από πολεοδομικά σχέδια, masterplans, δημιουργία ζωνών, χαρτογραφήσεις αλλά και γενικότερα τον κυρίαρχο λόγο όπως αυτός αποτυπώνεται, π.χ., με την ανάδειξη της προσέλκυσης επενδύσεων ως κύριου στόχου του κράτους ή της τοπικής αυτοδιοίκησης και γ) τις καθημερινές πρακτικές των χρηστών, είτε αυτόνομες είτε συλλογικές, τις συνδέσεις τους με τη μνήμη, τα νοήματα και τους συμβολισμούς που μεταφέρει ο χώρος, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αυτοί επηρεάζουν τη δράση των χρηστών αλλά και τις συνδέσεις του χώρου με την τέχνη. Η διαλεκτική των παραπάνω διαδικασιών είναι αυτή που τελικά παράγει τον κοινωνικό χώρο.Σε κάθε περίπτωση, η μελέτη του κοινωνικού χώρου αναφέρεται στην ανάλυση του εύρους των κοινωνικών και φυσικών αντικειμένων που εντοπίζονται σε αυτόν αλλά και στις ανταλλαγές και ροές, υλικές και άυλες. Ο αστικός χώρος συγκεντρώνει προϊόντα, έργα, κοινωνικές σχέσεις, συμβολισμούς σε μία ρευστή και διαρκώς μεταβαλλόμενη συνθήκη. Η ανάλυση οφείλει να εστιάσει κυρίως στις σχέσεις μεταξύ των παραπάνω αντικειμένων και διαδικασιών. Το έργο του Lefebvre σε σχέση με τον χώρο εστιάζει κυρίως στη πολιτική του διάσταση και λειτουργία και συγκεκριμένα στις συνδέσεις του με την εξουσία. Παρά την ύπαρξη περιορισμένων αποκλίσεων, το έργο αυτό δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα από τη μαρξιστική οπτική για την εξουσία, δηλαδή την εξουσία ως εργαλείο στα χέρια μιας κυρίαρχης τάξης.

Ο χώροςστους Deleuzeκαι Guattari

Οι Deleuzeκαι Guattariδεν είναι θεωρητικοί του χώρου, με την έννοια που είναι ο Lefebvre. Το έργο τους κινείται «παράλληλα» σε μια θεωρία για τον χώρο, χωρίς όμως να υπάρχουν εκτεταμένες αναφορές σε συγκεκριμένους χώρους ή ιστορικές περιόδους. Επιπλέον, σε αντίθεση με τον Lefebvre, η έμφαση δεν εντοπίζεται στα κοινωνικά υποκείμενα αλλά σε αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως συνθήκες, συστήματα και ροές, τα οποία, σύμφωνα με τη μεταδομιστική προσέγγιση και σε αντίθεση με τη διαλεκτική, έχουν δύναμη από μόνα τους. Η παραγωγική διαδικασία, στο σύνολό της. πραγματοποιείται μέσα από ροές, η αποκωδικοποίηση και απεδαφικοποίηση των οποίων διαμορφώνει την κοινωνική πραγματικότητα και τον πολιτισμό. Οι ροές αυτές, για τους Deleuzeκαι Guattari, πραγματοποιούνται από μηχανές, οι οποίες ορίζονται ως συστήματα τομών. Παραγωγή ροής μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τις συνδέσεις των μηχανών που αναφέρονται ως τομές, είτε ανάληψης της ροής είτε αποδέσμευσής της. Ταυτόχρονα, κάθε μηχανή ρυθμίζει τη ροή στη βάση ενός έμφυτου σε αυτήν κώδικα. Ενώ με την –περισσότερο χωρική– έννοια της απεδαφικοποίησης θα ασχοληθούμε στη συνέχεια, ως αποκωδικοποίηση, θα μπορούσαμε να περιγράψουμε τη διαδικασία σύμφωνα με την οποία κάτι συγκεκριμένο, σαφώς προσδιορισμένο, αποδομείται και γίνεται αφηρημένο. Η κωδικοποίηση είναι τρόπος ένταξης αυτής της αφηρημένης έννοιας, διαδικασίας ή πράγματος σε ένα συγκεκριμένο σύνολο σχέσεων. Όσο πιο σαφής και αυστηρή η κωδικοποίηση, τόσο ισχυρότερη η σύνδεση με το καινούριο σύνολο σχέσεων και τόσο δυσκολότερη η σύνδεσή του με εναλλακτικές σχέσεις. Τι σχέση έχουν όμως όλα αυτά με τον δημόσιο χώρο και πώς μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για την ανάλυσή του; Ο δημόσιος χώρος, αρχικά, εξυπηρετεί σε έναν βαθμό τη διευθέτηση και τη διανομή των ροών. Ταυτόχρονα, είναι ο φυσικός χώρος ανάληψης και αποδέσμευσης ροών. Μπορεί δηλαδή, κατά περίπτωση, να αναλυθεί ως μηχανή ή ως το υπόβαθρο ενός δικτύου μηχανών. Για παράδειγμα, σε μία πόλη, η ροή του εργατικού δυναμικού συμβαίνει κυρίως στον δημόσιο χώρο: δρόμοι, σταθμοί μέσων μαζικής μεταφοράς αποτελούν δίκτυα και συγχρόνως τομές ανάληψης και αποδέσμευσης της ροής αυτής. Η επιλογή των σημείων ανάληψης και αποδέσμευσης της ροής αλλά και η ρύθμιση της έντασής της σε κάθε σημείο είναι καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση και τη λειτουργία ολόκληρων αστικών περιοχών με επίδραση και στους ιδιωτικούς χώρους. Το ίδιο ισχύει και για μέρος του κεφαλαίου (με εξαιρέσεις ωστόσο, με κυριότερο παράδειγμα το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο): αγαθά και προϊόντα κυκλοφορούν και διανέμονται (ροή και απόληξη ροής) αλλά και διατίθενται στον δημόσιο χώρο (ανάληψη ροής). Η λειτουργία αυτή του δημόσιου χώρου δεν περιορίζεται στην οικονομική δραστηριότητα αλλά περιλαμβάνει πολιτισμικές και πολιτικές ροές. Ταυτόχρονα, η σύγχρονη, συνολική ρύθμιση του δημόσιου χώρου ως μηχανή αλλά και ως δίκτυο μηχανών έχει ως ενσωματωμένο κώδικα αυτόν του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: θεωρείται «εκτός πραγματικότητας», «άχρηστη» ή και «επικίνδυνη»κάθε ροή η οποία δεν έχει στον πυρήνα της την επιδίωξη της οικονομικής μεγέθυνσης ή δεν παράγει κάτι με οικονομικούς όρους. Σε ό,τι αφορά τις περισσότερο «χωρικές» έννοιες των Deleuze και Guattari, κυρίαρχη είναι αυτή της επικράτειας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αντίληψη περί επικράτειας ως τουεδάφους το οποίο ελέγχεται από ένα κράτος και ανήκει στη δικαιοδοσία του, ο Foucault (2008, 92) ορίζει την επικράτεια ως «έννοια πρωτίστως νομικο-πολιτική, καθώς περιγράφει αυτό που βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο μιας εξουσίας», δηλαδή έμφαση δίνεται στις διαδικασίες ελέγχου και ρύθμισης. Για τους Deleuze και Guattari, η επικράτειαπροηγείται της ανάπτυξης κοινωνικών σχέσεων, καθώς επιτρέπει την ανάπτυξη σχέσεων αποκλειστικά συμβατές με αυτή. Προηγείται δηλαδή της εδαφικότητας (territoriality), έννοια η οποία περιγράφει τις σχέσεις αυτές. Επιπλέον, σε απόκλιση από τη διαλεκτική προσέγγιση του Lefebvre, οι επικράτειες δεν είναι το προϊόν της δράσης συγκεκριμένων υποκειμένων αλλά έχουν μία έμφυτη δύναμη και εξουσία που προηγείται της δράσης αυτής και τη διαμορφώνει. Η εν λόγω εξουσία δεν έχει πάντα τελικό στόχο και δεν αποσκοπεί στον έλεγχο εκ μέρους ενός υποκειμένου, δεν συνιστάπάντα έκφραση και αποτέλεσμαμιας συνειδητής απόπειρας ελέγχου. Στο σημείο αυτό έχουμε μία μερική σύγκλιση με τον Lefevbreκαι τη χρήση της έννοιας της ιδιοποίησης. Ο Lefebvre(1974: 165) περιγράφει ως ιδιοποιημένους «χώρους φυσικούς, τροποποιημένους έτσι ώστε να εξυπηρετούν τις ανάγκες και τις δυνατότητες μιας ομάδας η οποία έχει ιδιοποιηθεί τον χώρο, ενώ η ιδιοκτησία δεν είναι προϋπόθεση». Ας πάρουμε για παράδειγμα μια πλατεία η οποία διαθέτει, εκτός των υποδομών που προκαθορίζουν συγκεκριμένες χρήσεις (παγκάκια, παιδότοπος κλπ), έναν «κενό», ανοιχτό χώρο. Ο χώρος αυτός χρησιμοποιείται κάθε απόγευμα από παιδιά τα οποία κάνουν skating. Ενώ τα παιδιά αυτά αποτελούν μια ομάδα με κοινά χαρακτηριστικά, δεν αναπτύσσουν αυτή την πρακτική προκειμένου να ελέγξουν τον χώρο. Εντούτοις, μέσω της ιδιοποίησης, της καθημερινής χρήσης, ο χώρος αυτός για κάποιες ώρες λειτουργεί σύμφωνα με τις ανάγκες αλλά και τους κώδικες (συμπεριφορά, λεξιλόγιο, μουσική) αυτής της συγκεκριμένης ομάδας. Όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, και σε σχέση με την έννοια της συνάθροισης, προκειμένου να μιλάμε για ιδιοποίηση, δεν θα αρκούσε στον χώρο να βρίσκεται απλώς ένα πλήθος ανθρώπων. Αντίθετα, φυσικό περιβάλλον, χρήστες και οι σχέσεις μεταξύ τους πρέπει να παράγουν κάτι: κώδικες, σημάδια, κοινωνικές σχέσεις κλπ. Η έννοια της «επικράτειας» στους Deleuze και Guattari, σε σχέση με τον «κοινωνικό χώρο» του Lefebvre,αναδεικνύει και τη βασική αντίθεση της μεταδομιστικής προσέγγισης των πρώτων με τη διαλεκτική του Lefebvre. Στην επικράτεια υπάρχει ένας συγκεκριμένος ρυθμός, ένα συγκεκριμένο «στιλ», το οποίο προηγείται τόσο των λειτουργιών του χώρου, όσο και της απόπειρας ελέγχου από συγκεκριμένα υποκείμενα. Ως επικράτεια, όχι απαραίτητα με γεωγραφικούς όρους, μπορεί να περιγραφεί μία οριοθετημένη περιοχή η οποία αφενός διαχωρίζεται από την εκτός αυτής πραγματικότητα και αφετέρου αποτελεί έναν μηχανισμό παραγωγής κάποιου είδους τάξης (ordre). Συγχρόνως, κάθε επικράτεια παράγει και στηρίζεται στην παραγωγή ταυτοτήτων. Η επικράτεια κατασκευάζεται και ενδυναμώνεται μέσω σημάτων, μηχανισμών ένταξης και αποκλεισμού οι οποίοι δεν είναι απαραίτητα καταπιεστικοί αλλά βασίζονται σε διαδικασίες αναγνώρισης που καθορίζονται και συνδιαλέγονται με τις κυρίαρχες –εντός τις επικράτειας– διαδικασίες αναπαραγωγής της. Άμεσα σχετιζόμενη με την έννοια της επικράτειας είναι και αυτή της συνάθροισης. Όταν αναφερόμαστε σε συνάθροιση, σύμφωνα με τους Deleuze και Guattari (1980), αναφερόμαστε σε παραγωγικές συνδέσεις ροών που αποτελούν μία σύνθετη συγκέντρωση αντικειμένων, σωμάτων, εκφράσεων, ποιοτήτων και περιοχών, οι οποίες έρχονται μαζί προκειμένου να δημιουργήσουν νέους τρόπους λειτουργίας, έχοντας ως κινητήρια δύναμη την επιθυμία. Είναι κρίσιμο ότι αναφερόμαστε σε συνάθροιση μόνο ότανπροκύπτει λειτουργία, όταν το σχηματιζόμενο δίκτυο παράγει νέες πραγματικότητες. Και εδώ, η έννοια του δικτύου, των σχέσεων και των ροών έρχεται κοντά με τον Lefebvre. Ωστόσο και πάλι, κύρια διαφοροποίηση αποτελεί το εάν υπάρχει κυρίαρχος φορέας και «στρατηγικό σχέδιο» κάποιας κυρίαρχης ομάδας που κινητοποιεί και ελέγχει τη συνάθροιση. Οι Deleuze και Guattari δίνουν έμφαση στο δίκτυο, η λειτουργία παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα του συγκεκριμένου συνδυασμού αντικειμένων, ροών, σωμάτων, δράσεων και όχι αποκλειστικά της πρόθεσης συγκεκριμένων υποκειμένων. Οι συναθροίσεις προκύπτουν από τον διακανονισμό ετερογενών στοιχείων σε μια παραγωγική οντότητα, η οποία μπορεί να παρουσιαστεί ως διάγραμμα. Το διάγραμμα αποτελεί τον κώδικα συνάθροισης, σύμφωνα με τον οποίον η συνάθροιση λειτουργεί. Οι εδαφικές διαστάσεις των συναθροίσεων σχετίζονται με τις δυνάμεις που δημιουργούν και από-δημιουργούν περιοχές μέσα από διαδικασίες απεδαφικοποίησης και επανεδαφικοποίησης. Η απεδαφικοποίηση είναι μια κίνηση που παράγει αλλαγή: δείχνει τη δημιουργική δυνατότητα μιας συνάθροισης. Η απεδαφικοποίηση απελευθερώνει τις σταθερές σχέσεις που περιορίζουν ένα σώμα, ενώ ταυτόχρονα το εκθέτει σε νέες σχέσεις. Η διαδικασία της απεδαφικοποίσης συντελείται μέσω τηςαμφισβήτησης καιτηςανατροπής κανόνων, ρυθμών, νοημάτων, σημάτων και κυρίαρχων ταυτοτήτων εντός μίας επικράτειας. Ο επαναπροσδιορισμός και η επανα-ρύθμιση της περιοχής μέσω της εισαγωγής νέων ρυθμίσεων σε όλα τα παραπάνω επίπεδα συνιστά την επανεδαφικοποίηση. Για να το δούμε με ένα παράδειγμα, σε έναν κεντρικό δημόσιο χώρο μιας μητρόπολης, οι ροές του χρήματος και του κεφαλαίου εδαφικοποιούνται με ένα πλήθος τρόπων (εμπόριο, διαφήμιση, εμπορευματοποιημένη αναψυχή, τουριστική δραστηριότητα) και οι εδαφικοποιήσεις αυτές παράγουν συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και ρυθμούς. Κατά την περίοδο της Αραβικής Άνοιξης στη Βόρεια Αφρική και την Τουρκία, και του κινήματος των πλατειών στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική, οι εδαφικοποιημένες απολήξεις των ροών διαταράχθηκαν, διακόπηκαν, όπως και οι σχέσεις και οι ρυθμοί τους. Ταυτόχρονα, σε περιορισμένο βαθμό και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, οι συγκεκριμένες πλατείες λειτούργησαν ως τόπος επανεδαφικοποίησης της συλλογικής πολιτικής δράσης. Οι πλατείες φιλοξένησαν μετά από πολλά χρόνια διαδικασίες λήψης πολιτικών αποφάσεων, μη εμπορευματικές σχέσεις και διαφορετικούς ρυθμούς.