Η Πολιτική, λέει ο Ζακ Ρανσιέρ, δεν είναι η ρουτινιάρικη διαχείριση της συμβίωσης των ατόμων και των κοινών. Η Πολιτική είναι στιγμές που επιτρέπουν την ανάδυση μορφών λόγου, που διαφορετικά μένουν στη σιωπή, και δρώντων, που διαφορετικά μένουν αόρατοι. Είναι στιγμές «απρόβλεπτες» από το σύστημα, που αναδεικνύουν ζητήματα «αδιανόητα» και δρώντες «χωρίς μέρισμα». Η Πολιτική είναι «διαφωνία», είναι σύγκρουση μεταξύ διαφορετικών κοινών λογικών. Όχι μεταξύ αυτών που λένε «άσπρο» και αυτών που λένε «μαύρο», αλλά μεταξύ αυτών που όταν λένε «άσπρο» εννοούν διαφορετικά πράγματα. Είναι η διαφωνία μεταξύ αυτών που νοηματοδοτούν διαφορετικά την ισότητα, το δίκαιο, την αξιοπρέπεια.
Μέσα από αυτό το πρίσμα, η δράση των Διδακτορικών Επιστημόνων Διδασκαλίας και Έρευνας (ΔΕΔΕ) δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως βαθύτατα Πολιτική. Ανέδειξε ζητήματα ανισότητας, αδικίας και εκμετάλλευσης σε ένα χώρο που συμπεριλαμβανόταν στην ημερήσια διάταξη μόνο για σκοπούς εκθειασμού και εξύμνησης των «επιτευγμάτων» αυτών που τον διαχειρίζονται. Απρόσμενα αναδύθηκαν οι «χωρίς μέρισμα» στον ακαδημαϊκό χώρο, αυτές και αυτοί που είναι εκτός όντας εντός, γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη των ανύπαρκτων…. Ποιος θα προέβλεπε ότι οι ωρομίσθιοι, τριμηνιαίοι συμβασιούχοι, μια αναλώσιμη μάζα επιστημόνων, θα διαφωνούσαν, θα οργανώνονταν συλλογικά (αυτό είναι το πρώτο κατόρθωμα αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες), θα διεκδικούσαν, θα απαιτούσαν, θα απεργούσαν… και σταδιακά θα κέρδιζαν πρώτα απ’ όλα ύπαρξη, ύστερα φωνή για την υπεράσπιση μιας «αδιανόητα» διαφορετικής νοηματοδότησης της ισότητας: «Επιτελούμε υψηλής ποιότητας έρευνα και διδασκαλία»[1].
Μια πολυδιάστατη, μελετημένη και συλλογική δράση
Ο αγώνας της ΔΕΔΕ δεν συνοψίζεται στην, κατά τ’ άλλα ιστορική, απεργία του Γενάρη του 2018 στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Το ιστορικό των διεκδικήσεων είναι μακρύ και καταγεγραμμένο [2]. Η απόπειρα ξεκίνησε ήδη από τις αρχές του 2015, αρχικά ως άτυπη αντίδραση στα αλλεπάλληλα χτυπήματα κατά των όρων εργασίας των ΔΕΔΕ και συνεχίστηκε από τα τέλη του ίδιου χρόνου υπό τη μορφή θεσμοθετημένης πλέον συντεχνίας. Η δράση της συντεχνίας κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων ήταν πολυδιάστατη. Περιελάμβανε συναντήσεις μεταξύ μελών, εκδηλώσεις που εστίαζαν στις συνθήκες εργασίας των ΔΕΔΕ, επικοινωνιακή δράση με παρεμβάσεις στα ΜΜΕ και δελτία τύπου. Ταυτόχρονα γίνονταν συναντήσεις και διαβουλεύσεις με τις αρχές των κυπριακών πανεπιστημίων. Ο στόχος ήταν διττός: να συνειδητοποιήσουν τόσο οι συμβασιούχοι ερευνητές και διδάσκοντες στα κυπριακά πανεπιστήμια όσο και οι αρχές των πανεπιστημίων την εκμετάλλευση και την άδικη μεταχείριση των ΔΕΔΕ. Η διαδραστική σχέση που αναπτύχθηκε ανάμεσα στη μαζικότητα και τη διεκδίκηση ήταν μεγάλης σημασίας. Αποκτώντας σταδιακά μαζικότητα, η διεκδίκηση των αιτημάτων μπορούσε να γίνει με πιο συγκρουσιακούς όρους. Η δυναμική διεκδίκηση με τη σειρά της οδηγούσε σε περισσότερη μαζικότητα.
Κλειδί της διαδραστικής αυτής σχέσης ήταν η σοβαρότητα που χαρακτήριζε τη δράση της συντεχνίας σε οργανωτικό και επικοινωνιακό επίπεδο. Σοβαρότητα η οποία πήγαζε μέσα από τη μελέτη και την πολύ καλή γνώση των ζητημάτων που αφορούσαν τις συνθήκες των ΔΕΔΕ. Σε αυτό συνέβαλαν βεβαίως σε μεγάλο βαθμό κάποιες προσωπικότητες-στελέχη της συντεχνίας, που μετάφεραν απαραίτητες γνώσεις και εμπειρία στις αποφάσεις και τη δράση της Συντεχνίας. Το όλο εγχείρημα θα ήταν όμως ανέφικτο χωρίς τη συμβολή, μικρή και μεγαλύτερη, από ένα σημαντικό αριθμό μελών της ΔΕΔΕ, μέσα από οριζόντιες διαδικασίες διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων. Ανέφικτη θα ήταν επίσης και η απεργιακή δράση της ΔΕΔΕ, χωρίς τα μελετημένα επιχειρήματα, τη σοβαρότητα στο λόγο και την υπομονή στις ενέργειες (παρά τις ευκαιρίες που δόθηκαν για λαϊκισμό από τις Αρχές του Πανεπιστημίου Κύπρου).
Η περίπτωση της ΔΕΔΕ ως προοπτική
Μέσα από την απεργία, η Συντεχνία υποχρέωσε τις Αρχές του Πανεπιστημίου Κύπρου να αισθανθούν την «ύπαρξη» των ΔΕΔΕ καθώς και τη διαφορετική από αυτές νοηματοδότηση του έργου και των συνθηκών εργασίας τους. Οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν την απεργία οδήγησαν στην τροποποίηση κανονισμών και τη θέσπιση προνοιών επιτυγχάνοντας έτσι σημαντικές βελτιώσεις της υφιστάμενης κατάστασης [3].
Ο αγώνας δεν κερδήθηκε ακόμη… Οι όροι εργοδότησης των συμβασιούχων επιστημόνων διδασκαλίας και έρευνας συνεχίζουν να είναι απαράδεχτοι και να μην συνάδουν με τα εργασιακά κεκτημένα του εικοστού πρώτου αιώνα. Φαινόμενο βεβαίως που δεν είναι κυπριακό. Η υποταγή της ακαδημίας σε νόρμες και λογικές της αγοράς και η αποξένωση των πανεπιστημίων από την κοινωνική τους βάση είναι φαινόμενο παγκόσμιο. Άρα και η αναχαίτιση του φαινομένου θα πρέπει να οργανωθεί (και) σε διεθνή δίκτυα.
Μα ούτε χάθηκε… Ο αγώνας της ΔΕΔΕ αποτελεί ήδη αναφορά για μελλοντικές δράσεις και αντιστάσεις, όχι μόνο για τον ακαδημαϊκό χώρο. Ιδιαίτερα αν συνυπολογιστεί το συντηρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται και η κουλτούρα συναίνεσης που χαρακτηρίζει την κυπριακή κοινωνία. Ο αγώνας της ΔΕΔΕ δεν στηρίχθηκε μόνο από τους/τις άμεσα ενδιαφερόμενους/ες. Στηρίχτηκε από μια σημαντική μερίδα ακαδημαϊκών σε οργανικές θέσεις και από ακαδημαϊκές συντεχνίες. Είχε στο πλευρό της φοιτητικές παρατάξεις και εργατικές συντεχνίες. Η υποστήριξη όμως που βρήκε από άλλα οργανωμένα σύνολα και από μεγάλη μερίδα πολιτών είναι ίσως το πιο ελπιδοφόρο στοιχείο. Είναι ένδειξη αλληλεγγύης. Είναι συνάμα ένδειξη κατανόησης του ότι ο αγώνας για καλύτερες συνθήκες εργασίας στα πανεπιστήμια είναι υπόθεση όλων. Και ότι το Πανεπιστήμιο Κύπρου, αλλά και κάθε πανεπιστήμιο, δεν ανήκει στους όποιους προσωρινούς διαχειριστές του, αλλά στην κοινωνία ολόκληρη. Η δράση της ΔΕΔΕ, ως απρόβλεπτες Πολιτικές στιγμές, αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους «ανύπαρκτους» και τις «ανύπαρκτες» τους συστήματος, για το «αδιανόητο» σε όλους τους τομείς, όλα τα πεδία και όλους τους εργασιακούς χώρους.
[1] Δελτίο Τύπου ΔΕΔΕ, 16/01/2018, dede.org.cy
[2] «Ένα ιστορικό των διεκδικήσεων 2015-2018», dede.org.cy
[3] Δελτίο Τύπου ΔΕΔΕ, 26/04/2018, dede.org.cy